Λίγα πολιτικά σχέδια για την αναμόρφωση του σύγχρονου κόσμου επένδυσαν τόσο και στην παρουσίαση, ρητορικά τουλάχιστον, ενός οράματος για τον κόσμο όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση. Άλλωστε, καυχιέται ότι είναι η πιο προχωρημένη εκδοχή διακρατικής συνεργασίας, με κοινούς θεσμούς (ορισμένους αιρετούς) και εκχώρηση πλευρών κυριαρχίας με αποκορύφωμα το ενιαίο νόμισμα, το ευρώ.
Και όμως, την ίδια στιγμή ο βαθμός συζήτησης για την κατάσταση, τον προσανατολισμό και το μέλλον της είναι χαμηλός ακόμη και λίγες μέρες πριν από την κορυφαία υποτίθεται δημοκρατική στιγμή της.
Η συζήτηση για τον αναμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών δεν έγινε ούτε και στη θητεία των οργάνων που βαίνει προς ολοκλήρωση.
Η αυτοκριτική για το πώς η Ευρωζώνη έφτασε στα όρια της κατάρρευσης ή για τις καταστροφικές επιπτώσεις της πειθαρχικής λογικής που εξέφρασαν τα μνημόνια δεν έγινε.
Η δυσανεξία απέναντι στην έννοια της αλληλεγγύης, που αποτυπώθηκε στη διαπραγμάτευση για το Ταμείο Ανάκαμψης, παραμένει ενεργή.
Η υπαγόρευση πολιτικών από λόμπι και τα ενδημικά φαινόμενα διαφθοράς, αντιμετωπίζονται ως απλές παρενέργειες μιας ορθής προσέγγισης.
Η καταπάτηση των ίδιων των υποτιθέμενων ευρωπαϊκών αξιών από τη διαρκή ακύρωση στην πράξη ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως το άσυλο για τους πρόσφυγες, θεωρείται μικρό τίμημα για την εμπέδωση ενός «αισθήματος ασφάλειας».
Η δυνατότητα διακριτής ευρωπαϊκής πολιτικής με ορίζοντα την ειρήνη και τη συνεργασία (που υποτίθεται ότι ήταν πλευρά του «ευρωπαϊκού δρόμου»), έχει καιρό δώσει τη θέση της στην απλή συστράτευση με για άλλες δυνάμεις της «Δύσης».
Ο διαγκωνισμός για το πώς θα μοιραστούν τα κορυφαία αξιώματα μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών ρευμάτων, στηρίζεται ολοένα και λιγότερο σε διαφορές πολιτικής.
Σε αυτό το τοπίο το γεγονός ότι στη χώρα μας – και όχι μόνο… – αντιμετωπίζουμε τις ευρωεκλογές ως κατά βάση μια πολύ μεγάλη δημοσκόπηση για την αποτύπωση του πολιτικού κλίματος δεν πρέπει να θεωρηθεί απλώς ένδειξη ελλιπούς «ευρωπαϊκής συνείδησης».
Ίσως, όντως, κάπως έτσι να έχουν τα πράγματα…