Η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια μειώθηκε το δεύτερο τρίμηνο, ενώ το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» δεν έχει επιτύχει τις αναμενόμενες εκταμιεύσεις. Η περιορισμένη διαθεσιμότητα ακινήτων στην αγορά και η σημαντική αύξηση των τιμών αποκλείουν πολλούς δυνητικούς δανειολήπτες.
Ενώ οι εκταμιεύσεις δανείων προς τις επιχειρήσεις από το εγχώριο τραπεζικό σύστημα συνεχίζονται με έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς στην Ευρώπη, η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια παραμένει υποτονική εδώ και μήνες. Τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι ούτε το «Σπίτι μου ΙΙ» είναι σε θέση να αναζωπυρώσει αισθητά το ενδιαφέρον.
Υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη επισημαίνουν ότι τους τελευταίους μήνες παρατηρείται απότομη αύξηση της πιστωτικής επέκτασης, σε επίπεδα που είχαν να εμφανιστούν χρόνια. Αποδίδουν αυτή την εξέλιξη στην ισχυρή ζήτηση για τραπεζικές πιστώσεις, ιδίως από μεγάλες επιχειρήσεις που αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των νέων δανειοδοτήσεων.
Σχολιάζοντας την τρέχουσα τάση, οι ίδιες πηγές αναφέρονται αφενός στη θετική πορεία της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου στη συνεχή χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής από τις αρχές του περασμένου καλοκαιριού.
Μάλιστα, με αιχμή του δόρατος τα επιχειρηματικά δάνεια αναμένεται να επιτευχθούν και οι συνολικοί στόχοι της πιστωτικής επέκτασης που έχουν τεθεί για το σύνολο της χρονιάς και ήδη έχουν προϊδεάσει τους μετόχους τους οι διοικήσεις των τραπεζών. «Οι στόχοι της πιστωτικής επέκτασης, που θα κρίνουν και τις τελικές επιδόσεις των καθαρών κερδών είναι μεν επιτεύξιμοι, τονίζει υψηλόβαθμη τραπεζική πηγή, αλλά είναι γεγονός ότι εμφανίζουν μεγάλο βαθμό δυσκολίας».
Σημαντικότερος εξ’ αυτών η παγωμένη στεγαστική πίστη ενώ και το πρόγραμμα Σπίτι μου ΙΙ, αν και έχει συγκεντρώσει μεγάλη ζήτηση, δεν έχει επιτύχει τις προσδοκώμενες εκταμιεύσεις, καθώς η έλλειψη προσφοράς ικανού αριθμού ακινήτων στην αγορά και η μεγάλη άνοδος των τιμών αφήνουν εκτός πολλούς υποψήφιους δανειολήπτες.
Ήδη χθες, η Τράπεζα της Ελλάδος, με την εξαμηνιαία έκθεσή χορηγήσεων, «έκρουσε κώδωνα του κινδύνου» αναδεικνύοντας την πτώση που σημείωσε η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2025. Ειδικότερα, ενώ το πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ» βρίσκεται σε εξέλιξη, η εισροή αιτήσεων των ενδιαφερόμενων στα πιστωτικά Ιδρύματα, κατά το β’ τρίμηνο του 2025, συνεχίστηκε με μειούμενο ρυθμό σε σχέση με τον ρυθμό κατά την έναρξη του προγράμματος το α΄ τρίμηνο του 2025, οπότε είχε παρατηρηθεί αυξημένη ροή αιτήσεων στο νέο πρόγραμμα «Σπίτι μου ΙΙ».
Συγκρατημένη αισιοδοξία
Σχολιάζοντας την εικόνα που ανέδειξε η ΤτΕ, υψηλόβαθμα στελέχη της λιανικής τραπεζικής ανέφεραν πως το δεύτερο εξάμηνο αναμένουν συγκρατημένη εισροή νέων αιτήσεων για το «Σπίτι μου II». Μάλιστα, χαρακτηρίζουν αναμενόμενη την μείωση που σημειώθηκε καθώς οι ενδιαφερόμενοι που πληρούσαν τις προϋποθέσεις έσπευσαν κατά τους πρώτους μήνες και αποδίδουν την αισιοδοξία τους για τη συνέχεια σε μια σειρά από λόγους.
Συγκειρμένα αναμένουν ωρίμανση των ήδη υποβληθεισών εγκεκριμένων αιτήσεων στο Σπίτι μου ΙΙ, με σταδιακή αύξηση των υπαγωγών – που προϋποθέτουν την εύρεση ακινήτου – και την μετατροπή τους σε εκταμιεύσεις εντός του έτους, δεδομένων και των προθεσμιών συμβασιοποίησης που προβλέπει το πρόγραμμα.
Σε ό,τι αφορά το σύνολο των εκταμιεύσεων μέχρι στιγμής, τα στοιχεία προβληματίζουν τις τράπεζες, καθώς ανέρχονταν σε μόλις 165 εκατ. ευρώ, για 1.600 πελάτες για το σύνολο των τραπεζών για το πρώτο εξάμηνο. Και αυτό όταν κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, το σύνολο των υπαγωγών για τα επιδοτούμενα δάνεια (δέσμευση πόρων με την εύρεση ακινήτου) ανήλθε σε περίπου 1 δισ. ευρώ επί συνολικού προϋπολογισμού 2 δισ. ευρώ, αφορώντας περίπου 8.300 ενδιαφερόμενους.
Επιπλέον, καταγράφονται πρόσθετες εγκρίσεις δανείων ύψους περίπου 2,5 δισ. ευρώ για περίπου 22.000 ενδιαφερόμενους που έχουν λάβει το πρώτο «πράσινο φως», αλλά δεν έχουν βρει ακίνητο και κατ’ επέκταση δεν έχουν υπαχθεί στο πρόγραμμα.
Μεγαλύτερο πάντως πρόβλημα του Σπίτι μου ΙΙ εξακολουθεί να παραμένει, όπως εξηγούν στελέχη της κτηματαγοράς, ότι έχει οδηγήσει στην τεχνητή αύξηση των τιμών πώλησης των ακινήτων έως και 30%, με κυρίαρχο αποτέλεσμα τον περιορισμό σε ένα βαθμό του οφέλους που προκύπτει από την επιδότηση επιτοκίου για τους δανειολήπτες. Οι ίδιες πηγές εξηγούν ότι οι δανειολήπτες που εντάσσονται στο πρόγραμμα επωφελούνται μεν από την επιδότηση επιτοκίου, επιβαρύνονται όμως με παραπάνω κεφάλαιο προκειμένου να αγοράσουν το ίδιο σπίτι.