Αύξηση «κόκκινων» δανείων και πίεση στα κέρδη από τις μειώσεις επιτοκίων «βλέπει» το ΔΝΤ για το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Πώς επηρεάζονται οι ελληνικές τράπεζες. Γιατί βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τις ευρωπαϊκές.
Τους νέους κινδύνους για τις τράπεζες σε παγκόσμιο επίπεδο από τον εμπορικό πόλεμο που άρχισε ο Ντόναλντ Τραμπ επισημαίνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, τονίζοντας ιδιαίτερα τις πιέσεις που μπορεί να προκαλέσει μια αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και η μείωση των επιτοκίων. Στο νέο περιβάλλον, οι ελληνικές τράπεζες φαίνονται σχετικά προστατευμένες από τους κινδύνους, αν και η κερδοφορία τους θα επηρεασθεί αρνητικά από τα χαμηλότερα επιτόκια.
Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι όλο και περισσότερο μοχλευμένα και διασυνδεδεμένα, ενώ το εμπορικό σοκ δημιουργεί αντίθετους ανέμους στον παγκόσμιο τραπεζικό τομέα, όπως τονίζει το ΔΝΤ στη νέα έκθεσή του για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα που δημοσιεύθηκε χθες.
Ενώ οι διευκολυντικές συνθήκες στις χρηματοπιστωτικές αγορές ενίσχυσαν τα κέρδη και τις αποτιμήσεις των τραπεζών πέρυσι, επισημαίνει το ΔΝΤ, η απότομη πτώση των τιμών των τραπεζικών μετοχών που παρατηρήθηκε μετά την ανακοίνωση των δασμών της 2ας Απριλίου υπογραμμίζει τους κινδύνους που αντιμετωπίζει ο τραπεζικός τομέας.
Το 2024, η διεύρυνση των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων και, για τις μεγαλύτερες τράπεζες, τα ισχυρά αποτελέσματα από τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, τις συμβουλευτικές υπηρεσίες και τις υπηρεσίες συναλλαγών διεύρυναν τα έσοδα. Ταυτόχρονα, η υποτονική αλλά σταθερή παγκόσμια ανάπτυξη δεν αύξησε σημαντικά το κόστος κινδύνου, καθώς βελτιώθηκε η ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού.
Ως αποτέλεσμα, η κερδοφορία των τραπεζών ανέκαμψε απότομα, ιδίως των ευρωπαϊκών τραπεζών, και οι αποτιμήσεις βελτιώθηκαν, λόγω των προσδοκιών για χαλάρωση των κανονιστικών ρυθμίσεων.
Η αλλαγή των τάσεων
Το Ταμείο προειδοποιεί ότι αυτές οι βελτιωμένες προοπτικές απειλούνται, καθώς αρκετοί κυκλικοί παράγοντες που υποστηρίζουν την κερδοφορία θα μπορούσαν να αντιστραφούν από την εμπορική διαταραχή:
- Πρώτον, η μείωση των προβλέψεων για ζημιές από δάνεια αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στην αυξημένη απόδοση ενεργητικού σε όλες τις περιφέρειες. Το νέο μακροοικονομικό σενάριο θα μπορούσε να αντιστρέψει αυτή την τάση, καθώς οι τράπεζες είναι εκτεθειμένες σε οικονομικούς τομείς που επηρεάζονται από τους δασμούς και η πτώση της ανάπτυξης μαζί με την αυξανόμενη αβεβαιότητα είναι αρνητική για τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων των δανειοληπτών και το κόστος των τραπεζικών πιστώσεων.
- Δεύτερον, η πρόσφατη διεύρυνση των καθαρών επιτοκιακών περιθωρίων, λόγω της αύξησης των επιτοκίων, συνέβαλε δυσανάλογα στην αύξηση της κερδοφορίας, ιδίως στην Ευρώπη. Η προς τα κάτω αναθεώρηση της πορείας των επιτοκίων πολιτικής, που παρατηρήθηκε μετά την ανακοίνωση των δασμών, θα επιβαρύνει τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια των τραπεζών, μειώνοντας τα έσοδά τους. Επιπλέον, η αβεβαιότητα αναμένεται να επιβραδύνει τις κεφαλαιαγορές και τις συμβουλευτικές δραστηριότητες, μειώνοντας τα έσοδα εκτός των τόκων.
- Τρίτον, οι δασμοί ενδέχεται να διαταράξουν τη χρηματοδότηση του εμπορίου από τις τράπεζες, ένας τομέας δραστηριότητας που υποστηρίζει πάνω από 10 τρισεκατομμύρια δολάρια σε ετήσιες συναλλαγές και παράγει 18 δισ. δολάρια τραπεζικών εσόδων παγκοσμίως. Η χρηματοδότηση του εμπορίου εξαρτάται από σταθερές ταμειακές ροές, αλυσίδες εφοδιασμού και ρυθμιστικά πλαίσια, τα οποία ενδέχεται να διαταραχθούν από απότομες αλλαγές των δασμών. Καθώς οι ταμειακές ροές των δανειοληπτών γίνονται λιγότερο προβλέψιμες και αναζητούνται μεγαλύτερες διευκολύνσεις εμπορικών πιστώσεων, οι τράπεζες αυστηροποιούν τα κριτήρια δανεισμού λόγω των αυξανόμενων πιστωτικών κινδύνων. Η αυστηροποίηση της διαθεσιμότητας πιστώσεων εντείνει τις πιέσεις αθέτησης υποχρεώσεων των δανειοληπτών, οδηγώντας σε ένα αρνητικό σπιράλ συρρίκνωσης του όγκου χρηματοδότησης και συναλλαγών. Οι δασμοί μπορούν επίσης να αναδιαμορφώσουν τις αλυσίδες εφοδιασμού και να απαιτήσουν νέες διαδικασίες συμμόρφωσης, αυξάνοντας το κόστος των τραπεζών και μειώνοντας τη διάθεσή τους για αναδοχή χρηματοδοτήσεων.
- Τέλος, οι τράπεζες εκτός ΗΠΑ που δραστηριοποιούνται διεθνώς είναι ευάλωτες σε αυξημένες πιέσεις χρηματοδότησης σε δολάρια ΗΠΑ που ενδέχεται να προκύψουν από αυξημένη μεταβλητότητα και γεωπολιτικά γεγονότα. Αυτοί οι κίνδυνοι συμβάλλουν στη διατήρηση ενός σχετικά μεγάλου αριθμού τραπεζών στον κατάλογο παρακολούθησης των ασθενέστερων τραπεζών του ΔΝΤ.
Η ξεχωριστή πορεία των ελληνικών τραπεζών
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν την… πολυτέλεια να αντιμετωπίζουν τις νέες απειλές χωρίς ιδιαίτερες ανησυχίες. Η συμπεριφορά του ελληνικού τραπεζικού δείκτη, ο οποίος υποχωρεί λίγο περισσότερο από 4% από τις 2 Απριλίου, όταν ανακοινώθηκαν οι δασμοί του Τραμπ, ενώ ο τραπεζικός δείκτης του ευρωπαϊκού Stoxx 600 χάνει περισσότερο από 14% την ίδια περίοδο, επιβεβαιώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται σε καλύτερη θέση από τις ευρωπαϊκές.
Αυτό ίσως φαίνεται παράδοξο, αλλά έχει την εξήγησή του. Ενώ το μακροοικονομικό περιβάλλον για τις ευρωπαϊκές τράπεζες επιδεινώνεται σημαντικά από τους δασμούς, δεδομένου ότι οι περισσότερες οικονομίες της ευρωζώνης είναι κατ’ εξοχήν εξαγωγικές, δεν ισχύει το ίδιο για τις ελληνικές, καθώς η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε μικρότερο βαθμό από τις εξαγωγές αγαθών και δεν έχει μεγάλη συμμετοχή στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες.
Επιπλέον, η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με πολύ ταχύτερο ρυθμό από την οικονομία της ευρωζώνης (2% για το 2025, έναντι 0,8%, σύμφωνα με τις νέες προβλέψεις του ΔΝΤ), ενώ η Ελλάδα έχει τα πρωτεία στην Ευρώπη στη μείωση του δημοσίου χρέους (πάνω από 10% ήταν η μείωση το 2024, σύμφωνα με τη Eurostat) και η οικονομία βρίσκεται σε περίοδο αναβαθμίσεων από τους οίκους αξιολόγησης, την ώρα που απειλούνται με υποβάθμιση πολύ μεγαλύτερες οικονομίες στην ευρωζώνη.
Σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο να αυξηθούν τα «κόκκινα» δάνεια στο νέο περιβάλλον παγκόσμιας αναταραχής και οικονομικής επιβράδυνσης, οι ελληνικές τράπεζες φαίνονται σχετικά προστατευμένες, καθώς δεν έχουν μεγάλη έκθεση σε επιχειρήσεις που είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στο σοκ που προκαλεί ο Τραμπ στο παγκόσμιο εμπόριο, ενώ η διατήρηση σχετικά υψηλού ρυθμού ανάπτυξης στην Ελλάδα προστατεύει τον επιχειρηματικό τομέα και τα νοικοκυριά από οικονομικές πιέσεις που θα αύξαναν τις καθυστερήσεις πληρωμών και τις αθετήσεις.
Πίεση στην κερδοφορία
Παρ’ όλα αυτά, οι ελληνικές τράπεζες θα επηρεασθούν από την πίεση που θα ασκήσει στην κερδοφορία τους η μείωση των ευρωπαϊκών επιτοκίων, που φαίνεται ότι θα είναι μεγαλύτερη από τα μέχρι πρόσφατα αναμενόμενα, καθώς η ΕΚΤ ήδη άρχισε να κινείται από την περασμένη εβδομάδα για να προστατεύσει την οικονομία της ευρωζώνης από τις συνέπειες του εμπορικού πολέμου.
Ήδη, με τη μείωση της περασμένης Πέμπτης κατά 0,25%, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (αποδοχής καταθέσεων) έχει μειωθεί στο 2,25%, ενώ είχε ανέλθει ως το 4%, και οι αναλυτές εκτιμούν ότι είναι πολύ πιθανή μια ακόμη μείωση τον Ιούνιο, χωρίς να αποκλείεται και μία ακόμη πριν το τέλος του έτους. Τα επιχειρησιακά σχέδια των τραπεζών είχαν ενσωματώσει προβλέψεις για μειώσεις, αλλά πιθανότατα θα είναι περισσότερες από τις αρχικές εκτιμήσεις και θα πιέσουν περισσότερο τα περιθώρια επιτοκίου και την κερδοφορία των τραπεζών.
Σύμφωνα με ανάλυση της Citi, κάθε μείωση του Euribor κατά 25 μονάδες βάσης οδηγεί σε σημαντική μείωση της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών το επόμενο δωδεκάμηνο. Για την Alpha Bank, η επίπτωση υπολογίζεται στο 7% της κερδοφορίας, για την Πειραιώς στο 8,1%, για την Εθνική στο 9,8% και για τη Eurobank στο 10,8%.
Η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει ότι οι ελληνικές τράπεζες καλούνται να διαχειριστούν τις προκλήσεις που θα επέλθουν από τη μείωση των επιτοκίων όσον αφορά τα λειτουργικά αποτελέσματά τους. Η ανθεκτικότητα του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου των ελληνικών τραπεζών στις καθοδικές πιέσεις αναμένεται να υποστηριχθεί, μεταξύ άλλων, από την αύξηση του όγκου των πιστώσεων προς τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εκταμιεύσεων στο πλαίσιο των πόρων από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Η ΤτΕ προτρέπει τις τράπεζες να αυξήσουν τα δάνεια σταθερού επιτοκίου, επισημαίνοντας ότι οι χρηματοδοτήσεις με σταθερό επιτόκιο σε μακροχρόνιο ορίζοντα επιδρούν στο επιτοκιακό εισόδημα των τραπεζών άμεσα, λόγω μεγέθυνσης των στοιχείων του ενεργητικού, αλλά και έμμεσα, λόγω μείωσης της ευαισθησίας του επιτοκιακού τους εισοδήματος σε πιθανές μεταβολές των επιτοκίων πολιτικής.
Επιπλέον, επισημαίνει ότι τις επιπτώσεις στα οργανικά έσοδα των τραπεζών από τη μείωση των επιτοκίων αναμένεται να μετριάσει και η μεγαλύτερη συνεισφορά των εσόδων από άλλα στοιχεία οργανικής κερδοφορίας. Ενδεχόμενη τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να επέλθει ως αποτέλεσμα αφενός των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου της αύξησης των ασφαλιστικών προϊόντων και των επενδυτικών χαρτοφυλακίων, που θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν εν μέρει τα επιτοκιακά προϊόντα (π.χ. τις καταθέσεις), λόγω των χαμηλότερων αποδόσεων των τελευταίων εν μέσω μειώσεων επιτοκίων.