Πρόκειται για το τετράμηνο στο οποίο θα κριθεί η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών με βάση τις συνθήκες που διαμορφώνει πρωτίστως η πορεία μείωσης των “κόκκινων” δανείων, οδηγώντας, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, στον νέο γύρο αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου το 2019.
Η ολοκλήρωση των stress tests έδωσε στις ελληνικές τράπεζες ανάσα χρόνου για το επόμενο απαιτητικό διάστημα που ξεκινά μετά τις 20 Αυγούστου.
Τα τεστ αντοχής έδειξαν ότι καμία από τις ελληνικές τράπεζες δεν έχει άμεσες ανάγκες πρόσθετων κεφαλαίων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υποχρεωτικές αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και dilution για τους μετόχους. Όλες διατηρούν ελάχιστους δείκτες κύριων εποπτικών κεφαλαίων στο δυσμενές σενάριο άνω του 5,50%, από 5,90% μέχρι 9,69%. H μέση μείωση κεφαλαίου που υπέστησαν από το δυσμενές σενάριο του stress test ήταν τάξεως των 9 ποσοστιαίων μονάδων που αντιστοιχούν σε κεφάλαια 15,5 δισ. ευρώ. Η μείωση αυτή δεν οδήγησε σε κεφαλαιακά ελλείμματα, χάρη στους πολύ υψηλούς δείκτες CET1 με τους οποίους οι ελληνικές τράπεζες μπήκαν στη διαδικασία των stress tests. O δείκ CET 1 με στοιχεία τέλους 2017, που αναδιαμορφώθηκαν με την εφαρμογή του νέου λογιστικού προτύπου IFRS9, κινείται μεταξύ 14,85% και 18,25%, ενώ υπό το δυσμενές σενάριο εκτιμήθηκε ότι θα υποχωρήσει στο 5,90% – 9,69% το 2020.
Η πραγματική κεφαλαιακή κατάσταση των ελληνικών τραπεζών, ωστόσο, θα ολοκληρωθεί και θα αποτυπωθεί προς τα τέλη του έτους με τον έλεγχο SREP, δηλαδή τη Διαδικασία Εποπτικής Επανεξέτασης και Αξιολόγησης του SSM. Ο έλεγχος αυτός θα εμβαθύνει στην πορεία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και στην ποιότητα (βιωσιμότητα) των ρυθμίσεων και στρατηγικής των τραπεζών για τη μείωση αυτή. Ο προβληματισμός για το εάν οι τράπεζες θα επιτύχουν τους φιλόδοξους στόχους για τα NPLs και κυρίως για τη διάβρωση των κεφαλαίων τους συνεπεία των επιθετικότερων κινήσεων στις οποίες θα προχωρήσουν (πωλήσεις και διαγραφές δανείων), είναι διάχυτος.
Στον προβληματισμό αυτό στηρίζονται και οι –ανομολόγητες δημοσίως– προβλέψεις των τραπεζιτών ότι οι τράπεζες θα χρειαστούν νομοτελειακά νέα κεφάλαια. Το ζητούμενο και το “στοίχημα” είναι οι νέες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου να γίνουν με τις τράπεζες ούσες εντός των στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, έτσι ώστε ο επόμενος γύρος κεφαλαιακής τους ενίσχυσης να επιτευχθεί χωρίς να επιφέρει dilution στους υφιστάμενους μετόχους.
Καταλυτικές για το ζητούμενο αυτό θα είναι οι εφεξής επιδόσεις των τραπεζών στη μείωση των “κόκκινων” δανείων.
Από τον Μάρτιο του 2016 –αποκορύφωμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων–, οι τράπεζες έχουν επιτύχει μείωσή τους κατά 14,8 δισ. ευρώ (στο τέλος του α’ τριμήνου 2018, τα NPEs είχαν υποχωρήσει στα 92,4 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 48,5% των συνολικών ανοιγμάτων). Ωστόσο, η μείωση αυτή έχει επιτευχθεί κατά κύριο λόγο από διαγραφές (1,7 δισ. ευρώ μόνο στο α’ τρίμηνο 2018), ενώ ο ρυθμός αποκατάστασης τακτικής εξυπηρέτησης δανείων (cure rate) παραμένει χαμηλότερος του ρυθμού με τον οποίο αυξάνονται οι αθετήσεις πληρωμών (default rate). Κατόπιν αυτού, για την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019, οι τράπεζες αναμένουν αυξημένη κατά 1,2 δισ. ευρώ την εισροή νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων και μειωμένη κατά 2,5 δισ. ευρώ την αποκατάσταση τακτικής εξυπηρέτησης δανείων.
Εκ προοιμίου, ο Σεπτέμβριος θα είναι ένας εξαιρετικά κρίσιμος μήνας για τις ελληνικές τράπεζες. Εξωτερικές συνθήκες και εσωτερικές προοπτικές θα κρίνουν το πώς φυσάει ο άνεμος για τις ελληνικές τράπεζες, με ουσιαστικό τεστ το εάν και πώς η διατραπεζική αγορά θα απορροφήσει τα ενέχυρα που θα απελευθερωθούν για τις τράπεζες από την άρση του waiver.
Το διάστημα που ακολουθεί, αρχής γενομένης κιόλας από το τελευταίο τριήμερο του Αυγούστου, σηματοδοτεί τα φλέγοντα θέματα για τις τράπεζες. Στις 29 (Τράπεζα Πειραιώς), στις 30 (Alpha Bank, Eurobank) και στις 31 Αυγούστου (Εθνική Τράπεζα) παρουσιάζουν τα αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου 2018, ερχόμενες αντιμέτωπες με τα ερωτήματα των ξένων επενδυτών για την πορεία επίτευξης δύσκολων στόχων στη μεταμνημονιακή περίοδο και με βασικό ζητούμενο την επίτευξη κερδοφορίας. Οι τράπεζες έχουν επανέλθει σε ισχνή οργανική κερδοφορία, μετά από δέκα χρόνια ζημιών, αλλά η κόπωση των καθαρών εσόδων προ προβλέψεων είναι εμφανής και ανησυχητική.
Επόμενος κρίσιμος σταθμός, εντός του Σεπτεμβρίου, θα είναι η υποβολή στον SSM των νέων, υψηλότερων στόχων για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Οι νέοι στόχοι που προβλέπονται αυξημένοι κατά 2 δισ. ευρώ θα εντείνουν τις πωλήσεις NPLs και τους πλειστηριασμούς.
Τρίτο ορόσημο για τις τράπεζες, τέλος, θα είναι η έναρξη τον Νοέμβριο από τον SSM διαδικασίας εποπτικού ελέγχου (SREP), η οποία θα συνδιαμορφώσει με το αποτέλεσμα των stress tests που πέρασαν οι τράπεζες την άνοιξη, το πόρισμα για την τελική κεφαλαιακή τους επάρκεια.
Όλα τα παραπάνω, υπό δύο ακόμη πρόσθετες προκλήσεις: α) την ενίσχυση ρευστότητας –ιδίως των καταθέσεων– σε περιβάλλον χωρίς waiver και υπό συνθήκες εξωτερικών αναταράξεων και εσωτερικών αβεβαιοτήτων, συμπεριλαμβανομένου του πολιτικού ρίσκου και β) τη χρηματοδότηση οικονομίας με ουσιαστική αύξηση των νέων χορηγήσεων.
Οι καταθέσεις επανακάμπτουν με αργό αλλά σταθερό ρυθμό, αλλά υπάρχει ακόμη σημαντική απόσταση από την πλήρη αποκατάσταση κανονικότητας, ώστε να περιοριστεί το υφιστάμενο χρηματοδοτικό κενό στο τραπεζικό σύστημα, ύψους περίπου 50 δισ. ευρώ. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά εξακολουθούν να μην εκδηλώνουν ισχυρό ενδιαφέρον για νέες πιστώσεις, με αποτέλεσμα η συνολική πιστωτική επέκταση να παραμένει αρνητική.