Σύμφωνα με τον ονομαστό για τα απομνημονεύματά του Καρδινάλιο ντε Ρετζ, “δεν υπάρχει τίποτε πιο λυπηρό από το να υπηρετείς έναν ηγεμόνα του οποίου δεν είσαι ευνοούμενος”. Και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι των ΗΠΑ, μετά την καθαρή νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, βρίσκονται σε αυτήν ακριβώς τη θέση.
Το μαρτυρεί αυτό η έκτακτη Σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στη Βουδαπέστη, όπου εν μέσω των διακηρύξεων περί της ανάγκης να “ενηλικιωθεί” η Ευρώπη, κυριαρχούσε η αμηχανία, αν όχι η ανησυχία για τις προθέσεις του νέου ενοίκου του Λευκού Οίκου. Και η ανησυχία είναι διπλή: αφορά τόσο τον βαθμό δέσμευσης του Τραμπ στη στήριξη της Ουκρανίας (όπου είναι εξαιρετικά πιθανό να ζητήσει από τους Ευρωπαίους να αναλάβουν μεγαλύτερη, ίσως και την αποκλειστική, οικονομική και επιχειρησιακή ευθύνη), όσο και την προοπτική εισαγωγής οριζόντιων δασμών στις ευρωπαϊκές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ.
Την ίδια ώρα ο χαρακτηρισμός του Γερμανού καγκελαρίου ως “ανόητου” από τον σύμμαχο του Τραμπ και αυριανό υπουργό Έλον Μασκ καταδεικνύει την περιφρόνηση με την οποία ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν τους ταυτισμένους με την προτέρα κατάσταση Ευρωπαίους ηγέτες τα νέα ισχυρά πρόσωπα στην Ουάσινγκτον.
“Ανάγκη ομοψυχίας”
Ο άλλοτε πρόεδρος της ΕΚΤ και νυν εισηγητής της έκθεσης για την αναστήλωση της ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας Μάριο Ντράγκι ήταν σαφής: “Ο Τραμπ θα δώσει μεγάλη ώθηση στους καινοτόμους τομείς, ενώ θα προστατέψει και τις παραδοσιακές βιομηχανίες, οι οποίες είναι ακριβώς οι τομείς στους οποίους εξάγουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Θα πρέπει να διαπραγματευθούμε με τον Αμερικανό σύμμαχο με ομοψυχία, ώστε να προστατευθούν και οι Ευρωπαίοι παραγωγοί μας”. Το τι μπορεί να εμποδίζει την ομοψυχία το υπαινίχθηκε επίσης καθαρά: “Μπορεί να ξοδέψει κανείς το 2% του ΑΕΠ για την άμυνα”, όπως απαιτούν οι ΗΠΑ, “σεβόμενος το Σύμφωνο Σταθερότητας; Θα πρέπει να ληφθεί μια σειρά αποφάσεων”.
Ο οικοδεσπότης της συνόδου Βίκτορ Όρμπαν ήταν βέβαια περιχαρής, όντας ο μόνος Ευρωπαίος ηγέτης ο οποίος επένδυε στην εκλογική νίκη του Τραμπ και είχε αμφισβητήσει τη σκοπιμότητα συνέχισης του πολέμου στην Ουκρανία.
Αλλά και άλλοι ηγέτες στο δεξιό άκρο του φάσματος αισθάνονται ότι είναι σε θέση να κερδίσουν την προσοχή του Τραμπ. Όπως η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι, η οποία υπενθύμισε ότι πολλά από αυτά που πιέζουν τους Ευρωπαίους ήταν πρωτοβουλίες της κυβέρνησης Μπάιντεν. “Υπενθυμίζω”, είπε, “ότι η όλη συζήτηση για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα άρχισε πριν από μήνες, την επομένη της έγκρισης στην Αμερική της νομοθεσίας για τη μείωση του πληθωρισμού. Αν θέλαμε να τα πούμε όλα με μία μόνο φράση, η οποία θυμίζει τους Αμερικανούς προέδρους, θα έλεγα: μην διερωτάσαι τι μπορούν να κάνουν για σένα οι Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη για τον εαυτό της”.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι ούτε οι “27” έχουν αντικειμενικά τη δυνατότητα να απογαλακτισθούν, ούτε η Ουάσινγκτον, ακόμη και επί Τραμπ, σκοπεύει να τους χειραφετήσει – λ.χ., εγκαταλείποντας το ΝΑΤΟ. Απλώς θα υπενθυμίσει, με τα λόγια του Χένρι Κίσινγκερ, ότι ενίοτε είναι σκληρότερο να είσαι φίλος των ΗΠΑ παρά αντίπαλός τους.
Τα σενάρια για την Ουκρανία
Προς το παρόν όλοι προσπαθούν να προσαρμοσθούν, παρατηρώντας τη χαλαρότητα με την οποία το αμερικανικό κατεστημένο στέκεται (κάποιες μερίδες του ακόμη και προεκλογικά) απέναντι στις εκλογικές εξελίξεις. Και ο Τραμπ δέχεται σειρά συγχαρητήριων τηλεφωνημάτων από ηγέτες όλου του κόσμου, που κατά τον ίδιο έχουν ξεπεράσει τους 80.
Σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται και ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ, με τον οποίο ο Τραμπ προορίζεται να εκτελέσει το πιο ακροβατικό και κρίσιμο για τον κόσμο “pas de deux”. “Θα συνεχίσουμε να εξετάζουμε και να διαχειριζόμαστε τις σχέσεις Κίνας – ΗΠΑ στη βάση των αρχών του αμοιβαίου σεβασμού, της ειρηνικής συνύπαρξης και της αμοιβαία επωφελούς συνεργασίας”, δήλωσε η εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Μάο Νινγκ – και κάθε μία από τις λέξεις που χρησιμοποίησε έχει ιδιαίτερο βάρος.
Στους συνομιλητές του Τραμπ τα τελευταία 24ωρα δεν περιλαμβάνεται βέβαια ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Το Κρεμλίνο ψυχρά υπενθύμισε ότι οι ρωσο-αμερικανικές σχέσεις βρίσκονται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο, ενώ ο ίδιος ο Πούτιν από το Σότσι υπογράμμισε τον “τυχοδιωκτισμό” των Δυτικών ηγετών, όταν διακηρύσσουν ότι θέλουν να επιφέρουν στρατηγική ήττα στη μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη του πλανήτη.
Οι ΗΠΑ είναι “μια μη φιλική χώρα, που εμπλέκεται άμεσα και έμμεσα στον πόλεμο εναντίον του κράτους μας”, δήλωσε και ο εκπρόσωπος της ρωσικής προεδρίας Ντμίτρι Πεσκόφ. Όμως τα μηνύματα που εξέπεμψε επέτρεψαν πολλαπλές αναγνώσεις. “Θυμόμαστε”, πρόσθεσε, “τα λόγια του Ντόναλντ Τραμπ, ότι θα προσπαθήσει να επιλύσει την κρίση στην Ουκρανία, ακόμη και αν υπερβάλει ως προς την ταχύτητα με την οποία θα μπορούσε να το κάνει”.
Εν μέσω σεναριολογίας για τα σχέδια που μπορεί να εκπονεί το περιβάλλον Τραμπ για ένα πάγωμα της ουκρανικής σύγκρουσης, η Μόσχα φροντίζει να διαμηνύει ότι “οι στόχοι της ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης δεν αλλάζουν”, ότι η όποια επίλυση θα πρέπει να αποτυπώνει “τις πραγματικότητες επί του εδάφους” και ότι μέχρι την έλευση της κυβέρνησης Τραμπ τον Ιανουάριο απομένει πολύς καιρός. Αν κάποιοι φαντάζονται ότι ανοίγει δρόμος εύκολης απεμπλοκής από το Ουκρανικό, πιθανότατα θα απογοητευθούν.
Στο Ισραήλ ανοίγουν σαμπάνιες – πρόωρα
Αντίστοιχα, ως προς την έτερη μεγάλη σύγκρουση των ημερών, αυτή που μαίνεται στη Μέση Ανατολή, τα πράγματα είναι σύνθετα. Στο μεν Ισραήλ ανοίγουν σαμπάνιες (κυριολεκτικά), ανακαλώντας τη στάση του Τραμπ ως προέδρου έναντι της χώρας τους και του Ιράν: μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, αναγνώριση της προσάρτησης των Υψωμάτων του Γκολάν, απόσυρση από τη διεθνή συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, υιοθέτηση πολιτικής “μέγιστης πίεσης” προς την Ισλαμική Δημοκρατία μέσω κυρώσεων, δολοφονία του στρατηγού Κάσεμ Σολεϊμανί, λανσάρισμα των Συμφωνιών του Αβραάμ για εξομάλυνση της σχέσεων των κυριότερων αραβικών χωρών με το εβραϊκό κράτος, δίχως επίλυση του Μεσανατολικού κ.ο.κ. Εξ ού και ανήμερα των αμερικανικών εκλογών ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Βενιαμίν Νετανιάχου απομάκρυνε από το υπουργείο Άμυνας τον Γιόαβ Γκάλαντ, πραγματιστή στρατηγό, στενά προσκείμενο στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, παρά την τεράστια εξάρτησή του από Αμερικανοεβραίους δωρητές, ο Τραμπ φρόντισε προεκλογικά για λόγους ψηφοθηρίας να προσεγγίσει την αραβοαμερικανική κοινότητα. Επιπλέον διαθέτει σταθερούς φίλους στις αραβικές μοναρχίες, ενώ ο “τραμπικός λαός” απεχθάνεται τις πολεμικές περιπέτειες, και τα αντικειμενικά όρια της αμερικανικής ισχύος στη Μέση Ανατολή έχουν ήδη καταστεί σαφή. Ενδέχεται συνεπώς όλα αυτά να οδηγήσουν σε μια στάση λιγότερο επιθετική από την προεξοφλούμενη – και, διόλου τυχαία, το Ιράν αφήνει να διαφανεί ότι αναβάλλει τα υπεσχημένα αντίποινά του για την τελευταία ισραηλινή επίθεση στο έδαφός του.