Το αυστηρό χρονικό όριο για την παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων, που είναι η πενταετία, επαναβεβαιώνει το Συμβούλιο της Επικρατείας με δύο σχετικές αποφάσεις που εξέδωσε εντός του 2024, κατόπιν προσφυγών των ελεγχόμενων.
Η πενταετής παραγραφή εφαρμόζεται ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ελεγκτικές υπηρεσίες της εφορίας εντόπισαν τη φοροδιαφυγή εντός της πενταετίας, αλλά απέστειλαν στον φορολογούμενο την Πράξη Προσδιορισμού του Φόρου μετά την πενταετία.
Αναλυτικότερα, τους βασικούς κανόνες που ισχύουν πλέον από το 2017 στο ελληνικό φορολογικό δίκαιο όσον αφορά την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιεί στους φορολογούμενους οριστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου και επιβολής προστίμων κατόπιν φορολογικών ελέγχων επαναβεβαίωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας με δύο ακόμη αποφάσεις που εξέδωσε εντός του 2024.
Με τις αποφάσεις αυτές του ΣτΕ επαναβεβαιώθηκαν, ερμηνεύθηκαν και διευκρινίστηκαν περαιτέρω τα όσα έχουν γίνει ήδη δεκτά και εφαρμόζονται πλέον εδώ και 8 έτη, με βάση τις αποφάσεις 2934/2017, 2935/2017, 172/2018 και 173/2018 του ιδίου Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δηλαδή:
α) Η περίοδος εντός της οποίας το Δημόσιο μπορεί να διενεργήσει και να ολοκληρώσει φορολογικό έλεγχο και να ασκήσει το δικαίωμά του να καταλογίσει φόρους και πρόστιμα σε φορολογούμενο για φορολογικές παραβάσεις είναι πενταετής κι ότι μετά την παρέλευση αυτής της περιόδου το δικαίωμα αυτό παραγράφεται.
β) Μόνο εφόσον περιέρχονται εις γνώσιν των φορολογικών αρχών «συμπληρωματικά στοιχεία» τα οποία δεν ήταν δυνατόν να γνωρίζουν εντός της πενταετούς περιόδου παραγραφής η περίοδος αυτή μπορεί να παραταθεί για άλλα πέντε έτη και να γίνει δεκαετής.
γ) Ως «συμπληρωματικά στοιχεία» που δικαιολογούν την παράταση της περιόδου παραγραφής για άλλα πέντε έτη δεν μπορούν να θεωρηθούν:
- τα συμπεράσματα για απόκρυψη φορολογητέας ύλης τα οποία προκύπτουν από έλεγχο στις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών που έχει ο φορολογούμενος σε τράπεζες του εσωτερικού, εφόσον ο έλεγχος αυτός ολοκληρώνεται και τα συμπεράσματα για απόκρυψη φορολογητέας ύλης προκύπτουν μετά το πέρας της πενταετούς περιόδου παραγραφής.
- τα αποτελέσματα από την επεξεργασία κατασχεμένων βιβλίων και στοιχείων από φορολογική υπηρεσία διαφορετική της καθ’ ύλην αρμόδιας για τον τακτικό ή πλήρη φορολογικό έλεγχο, έστω κι αν αποδεικνύουν εικονικότητα φορολογικών στοιχείων, εφόσον η επεξεργασία αυτή διενεργείται και ολοκληρώνεται εν όλω ή εν μέρει μετά το πέρας της πενταετούς περιόδου παραγραφής.
Έλεγχος καταθέσεων
Με την πρώτη απόφαση του ΣτΕ (1238/2024) ξεκαθαρίστηκε ότι δεν μπορεί η Φορολογική Διοίκηση να ισχυρίζεται ότι δεν είχε τη δυνατότητα να ερευνήσει κατά τη διάρκεια της πενταετούς περιόδου παραγραφής όλο το φάσμα των στοιχείων που προκύπτουν από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του φορολογούμενου στην Ελλάδα επειδή δεν υπήρχε έναυσμα ή κίνητρο για έλεγχο των στοιχείων αυτών και επειδή ο έλεγχος που είχε διαταχθεί ήταν δειγματοληπτικός.
Η υπόθεση που εκδικάστηκε στο ΣτΕ αφορούσε φορολογούμενο ο οποίος ελέγχθηκε φορολογικά το 2016 για το έτος 2007 από το ΚΕΦΟΜΕΠ, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, συνοδευόμενης με στοιχεία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του συγκεκριμένου φορολογούμενου κατά τα έτη 2003-2012. Η παραγγελία και τα στοιχεία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών του συγκεκριμένου φορολογούμενου από τα οποία προέκυψε εκ των υστέρων απόκρυψη φορολογητέου εισοδήματος κοινοποιήθηκαν στο ΚΕΦΟΜΕΠ το 2015 δηλαδή μετά την 31η-12- 2013, ημερομηνία λήξης της πενταετούς περιόδου παραγραφής.
Από τη διασταύρωση των στοιχείων αυτών με τα δεδομένα της φορολογικής δήλωσης που υπέβαλε ο εν λόγω φορολογούμενος για το έτος 2007 προέκυψαν, σύμφωνα με την έκθεση του ΚΕΦΟΜΕΠ που εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2016, αδικαιολόγητες καταθέσεις ύψους 434.939 ευρώ, που χαρακτηρίστηκαν ως παράνομη προσαύξηση περιουσίας και στις 9-12-2016 επιβλήθηκε επιπλέον κύριος φόρος εισοδήματος ύψους 172.630,43 ευρώ καθώς και έκτακτη εισφορά ν. 3758/2009 ύψους 14.000 ευρώ. Τόσο τα διοικητικά δικαστήρια όπου προσέφυγε ο φορολογούμενος όσο και το ΣτΕ ενώπιον του οποίου άσκησε αναίρεση το Δημόσιο (διά της ΑΑΔΕ) έκαναν δεκτά ότι:
- οι εν λόγω καταλογιστικές πράξεις έπρεπε να κοινοποιηθούν στον φορολογούμενο εντός της προβλεπόμενης από τον ισχύοντα ήδη τότε Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος περιόδου παραγραφής του σχετικού δικαιώματος του Δημοσίου, ήτοι εντός πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο έληξε η προθεσμία για την επίδοση της σχετικής δήλωσης και συνεπώς μέχρι 31-12-2013, πλην όμως οι πράξεις αυτές κοινοποιήθηκαν στις 9-12-2016, οι δε διατάξεις μεταγενέστερων νόμων (άρθρα 37 παρ. 5 ν. 4141/2013, άρθρο 22 ν. 4203/2013, 87 ν. 4316/2014, 22 ν. 4337/2015, 61 παρ. 8 ν. 4410/2016, 97 ν. 4446/2016, καθώς και άρθρο 36 παρ. 3 σε συνδυασμό προς το άρθρο 72 παρ. 11 εδ. β ΚΦΔ), που παρέτειναν την προθεσμία παραγραφής των ως άνω φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου, που ανάγονταν σε ημερολογιακό έτος προγενέστερο του προηγούμενου της δημοσίευσης των νόμων αυτών έτους (2007), είναι αντισυνταγματικές, διότι αντιβαίνουν στις εξειδικεύουσες την αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος,
- δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων περί δεκαετούς παραγραφής, που εφαρμόζεται σε περίπτωση ύπαρξης συμπληρωματικών στοιχείων, διότι οι κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή δεν συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη δεκαετή παραγραφή.
Άργησε η εφορία
Με άλλη απόφαση του ΣτΕ (1726/2024) διευκρινίστηκε ότι δεν αποτελεί «συμπληρωματικό στοιχείο» η εικονικότητα των τιμολογίων που αποδεικνύεται από έλεγχο σε κατασχεμένα βιβλία και στοιχεία που διενήργησε και ολοκλήρωσε το ΣΔΟΕ, μετά την πάροδο της πενταετούς περιόδου παραγραφής.
Ειδικότερα, κατά τη διενέργεια ελέγχου του ΣΔΟΕ το 2009 σε επιχείρηση έγινε κατάσχεση των επίσημων και ανεπίσημων στοιχείων και βιβλίων της για τις χρήσεις 2005-2008, η γνωστοποίηση, δε, της κατασχέσεως στην αρμόδια ΔΟΥ έγινε με έγγραφο του ΣΔΟΕ που εκδόθηκε και κοινοποιήθηκε στις 20-3-2009. Μετά την επεξεργασία των κατασχεθέντων στοιχείων που διενεργήθηκε από τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ διαπιστώθηκε, ότι η ελεγχθείσα επιχείρηση, το 2006, εξέδωσε και έλαβε εικονικά φορολογικά στοιχεία για τα οποία καταλογίστηκαν φόροι και πρόστιμα ύψους 923.482,82 ευρώ. Το ΣΔΟΕ συνέταξε στις 31-3-2014 έκθεση ελέγχου και την απέστειλε στην αρμόδια ΔΟΥ, η οποία εξέδωσε πράξη επιβολής προστίμου και την κοινοποίησε στην ελεγχθείσα επιχείρηση στις 13-7-2015.
Η επιχείρηση άσκησε ενδικοφανή προσφυγή στη ΔΕΔ, η οποία απερρίφθη το 2016 και μετά προσέφυγε στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, με αίτημα την ακύρωση της πράξης, με το επιχείρημα της παραγραφής, καθώς αφορούσε στο 2006 και η πράξη κοινοποιήθηκε το 2015.
Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι εφόσον με το έγγραφο του 2009 γνωστοποιήθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ η κατάσχεση των φορολογικών και άλλων στοιχείων από τα αρμόδια όργανα του ΣΔΟΕ, η φορολογική αρχή γνώριζε τις παραβάσεις του ΚΒΣ σε βάρος της ελεγχθείσας επιχείρησης πριν παρέλθει η πενταετία και, επομένως, κατά τον χρόνο έκδοσης και κοινοποίησης (13-7-2015) της ένδικης πράξης επιβολής προστίμου ΚΒΣ, η πενταετής παραγραφή είχε εκκινήσει στις 31-12-2007 και είχε ήδη συμπληρωθεί στις 31-12-2012. Το ΣτΕ α ποδέχθηκε την παραπάνω κρίση του Διοικητικού Εφετείου και απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που άσκησε ενώπιόν του η ΑΑΔΕ επί της αποφάσεως του εν λόγω διοικητικού δικαστηρίου.