Την επέλαση των διεθνών, ψηφιακών τραπεζών καλούνται να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες, με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος να προειδοποιεί τις διοικήσεις ότι θα χάσουν πελάτες, εάν δεν προσαρμοσθούν έγκαιρα στη νέα πραγματικότητα.
Ο Γιάννης Στουρνάρας, σχολιάζοντας ερώτηση ειδικά για τη Revolut, προειδοποίησε για τους κινδύνους τις τραπεζικές διοικήσεις. Σε σημερινή του συνέντευξη (στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΪ) τόνισε χαρακτηριστικά: «Θέλω να πω στους φίλους μου τους τραπεζίτες να προσαρμόσουν από τώρα τα επιτόκιά τους, διότι η Revolut θα πάρει μερίδιο, αν δεν προσέξουμε».
Στην Ελλάδα έχουν ήδη αναπτύξει δραστηριότητες τέσσερις διεθνείς, ψηφιακές τράπεζες: Revolut, N26, Monese και Bunq. Την πρωτοκαθεδρία έχει, με μεγάλη διαφορά, η Revolut, που έχει αυξήσει σε υπολογίσιμο επίπεδο τον αριθμό των πελατών της, ενώ αρκετοί εξ αυτών χρησιμοποιούν τους λογαριασμούς τους στη Revolut ως βασικούς ή και μοναδικούς τραπεζικούς λογαριασμούς τους.
Η Revolut έχει φθάσει τους 1,5 εκατ. πελάτες στην Ελλάδα, καταγράφοντας 50% αύξηση το 2024, ενώ στοχεύει να φθάσει τα 2 εκατομμύρια πελάτες μέχρι τις αρχές του 2026. Η εφαρμογή της έχει τα περισσότερα downloads στην κατηγορία “Finance” στην Ελλάδα. Οι χρήστες της εφαρμογής ανήκουν κυρίως στη δυναμική ηλικιακή κατηγορία 25 – 35 ετών.
Οι ψηφιακές τράπεζες προς το παρόν δεν ανταγωνίζονται τις παραδοσιακές στις χορηγήσεις δανείων, αφού σε αυτόν τον τομέα, που είναι και ο πιο απαιτητικός, βρίσκονται στα αρχικά στάδια ανάπτυξης των δραστηριοτήτων τους. Όμως, «πλαγιοκοπούν» τις τράπεζες με «όπλα» την ευκολία και το χαμηλό κόστος σε βασικές συναλλαγές, αλλά και ορισμένα βασικά επενδυτικά προϊόντα, όπως οι επενδυτικοί λογαριασμοί, όπου προσφέρουν υψηλές αποδόσεις, πολύ υψηλότερες από αυτές των τραπεζικών λογαριασμών προθεσμίας.
Πώς διεκδικούν πελάτες
Το γρήγορο πέρασμα στην εποχή των ηλεκτρονικών συναλλαγών, που ευνοήθηκε από τις ίδιες τις παραδοσιακές τράπεζες, και η μεγάλη εξοικείωση των νέων στις ψηφιακές εφαρμογές επέτρεψαν στις ψηφιακές τράπεζες να διεκδικήσουν μεγαλύτερα μερίδια και στην ελληνική αγορά.
Η Revolut, για παράδειγμα, προσφέρει μέσω της εφαρμογής της και του λογαριασμού που μπορεί να ανοίξει αρκετά εύκολα ένας πελάτης από το κινητό του δυνατότητες για πληρωμές σε φυσικά και ηλεκτρονικά καταστήματα, άμεσες μεταφορές χρημάτων (SEPA Instant) χωρίς προμήθεια εντός του ευρωπαϊκού χώρου, διαχείριση πολλαπλών νομισμάτων, παρακολούθηση προσωπικών οικονομικών, εύκολη έκδοση εικονικών καρτών, αλλά και αποταμιευτικούς λογαριασμούς.
Σε ό,τι αφορά την επένδυση και αποταμίευση, η Revolut προσφέρει εύκολη πρόσβαση μέσω της εφαρμογής σε συναλλαγές μετοχών, κρυπτονομισμάτων και χρυσού. Παράλληλα, προσφέρει έναν αποταμιευτικό λογαριασμό που με τα σημερινά δεδομένα δίνει απόδοση σχεδόν 2,6% ετησίως σε ευρώ και ευελιξία στις αναλήψεις χωρίς κόστος. Δεν πρόκειται, βέβαια, για παραδοσιακό καταθετικό λογαριασμό, αλλά τοποθέτηση σε αμοιβαίο κεφάλαιο χρηματαγοράς.
Σημειώνεται ότι ο βασικός λογαριασμός της Revolut είναι δωρεάν, ενώ οι τράπεζες έχουν αρχίσει να επιβάλλουν μηνιαίες προμήθεις τήρησης λογαριασμού. Επίσης, η Revolut διατηρεί ανταγωνιστικές συναλλαγματικές ισοτιμίες και χαμηλές έως μηδενικές προμήθειες για συναλλαγές σε ξένο νόμισμα.
Εκρηκτική ανάπτυξη
Δεν είναι τυχαίο ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της Revolut παραπέμπουν περισσότερο σε τεχνολογική εταιρεία, παρά σε τραπεζικό οργανισμό. Τα έσοδα αυξήθηκαν κατά 72%, φτάνοντας τα 3,1 δισ. λίρες το 2024. Τα κέρδη προ φόρων αυξήθηκαν κατά 149%, ξεπερνώντας τα 1 δισ. λίρες και τα καθαρά κέρδη σημείωσαν αύξηση 130%, φθάνοντας τα 790 εκατ. το 2024.
Οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 66% και έφθασαν τα 30,2 δισ. λίρες το 2024. Ο αριθμός πελατών λιανικής αυξήθηκε κατά 38%, φθάνοντας συνολικά τα 52,5 εκατ. πελάτες. Ο αριθμός των μηνιαίων συναλλαγών αυξήθηκε κατά 59%, ενώ είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι το 59% των πελατών χρησιμοποιούν τη Revolut ως κύρια τράπεζα.
Η απάντηση των τραπεζών
Οι ελληνικές τραπεζικές διοικήσεις προσπαθούν να αναχαιτίσουν την επέλαση των ψηφιακών τραπεζών, προσφέροντας στους πελάτες τους ψηφιακές εφαρμογές που διαρκώς αναβαθμίζονται, εμπλουτίζονται και απλουστεύουν την εμπειρία του χρήστη.
Παράλληλα, όπως επισημαίνουν τραπεζικά στελέχη, με πρωτοβουλίες των ίδιων των τραπεζών ή και ως αποτέλεσμα νομοθετικών παρεμβάσεων της κυβέρνησης, οι προμήθειες στις βασικές συναλλαγές, από τις μεταφορές χρημάτων ως τις αναλήψεις από τα ATM έχουν γίνει ήδη αρκετά ανταγωνιστικές και περιορίζουν την ελκυστικότητα των ψηφιακών τραπεζών.
Η τραπεζική αγορά παρακολουθεί, εξάλλου, με μεγάλο ενδιαφέρον το πρώτο πείραμα παραδοσιακής τράπεζας που αποφάσισε να δημιουργήσει θυγατρική ψηφιακή τράπεζα. Η Snapi του ομίλου Πειραιώς βρίσκεται στα πρώτα της βήματα και είναι, μέχρι στιγμής, η πιο «προχωρημένη» και επιθετική απάντηση τράπεζας στην επέλαση των ψηφιακών τραπεζών.
Αν το εγχείρημα αυτό αποδειχθεί επιτυχημένο, βέβαιο θεωρείται ότι και άλλες ελληνικές παραδοσιακές τράπεζες θα θελήσουν να εισέλθουν στα… χωράφια του digital banking.