Οι προϋπολογισμοί για το οικονομικό έτος 2025 των κρατών-μελών της Ζώνης του Ευρώ (ΖτΕ) σηματοδοτούν ένα σημείο καμπής για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), επειδή οφείλουν να συμμορφωθούν με τους νέους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες. Πιο συγκεκριμένα, τα κράτη-μέλη δεν υποχρεούνται μόνο να καταρτίζουν τον συνήθη τριετή προγραμματισμό, αλλά απαιτείται, επιπλέον, να παρουσιάσουν τα μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια (ΜΔΣ) που προσφέρουν μία πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση της πορείας προς τη δημοσιονομική εξυγίανση και τη μείωση του δημοσίου χρέους, αφού συνδυάζουν τις δημοσιονομικές, μεταρρυθμιστικές και επενδυτικές πολιτικές κάθε κυβέρνησης, σε ένα κοινό πλαίσιο της ΕΕ. Ωστόσο, τα εν λόγω προγράμματα είναι ακόμη υπό οριστικοποίηση και οι προκλήσεις για τη δημοσιονομική πορεία ορισμένων χωρών παραμένουν, εν μέσω εξασθενημένων προοπτικών για την ανάπτυξη της ΖτΕ και των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι αρκετά ανησυχητική η δημοσιονομική κατάσταση δύο εκ των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών οικονομιών, της Γαλλίας και της Ιταλίας, οι οποίες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα αλλά και υψηλούς λόγους χρέους προς ΑΕΠ (Γραφήματα 3α και 3β). Άλλωστε, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε, τον περασμένο Ιούνιο, την έναρξη της διαδικασίας περί υπερβολικού ελλείμματος κατά επτά κρατών-μελών της ΕΕ, μεταξύ των οποίων, η Γαλλία και η Ιταλία.
Ως εκ τούτου, προτεραιότητα των δύο κυβερνήσεων -Γαλλίας και Ιταλίας- είναι η δημοσιονομική εξυγίανση των οικονομιών τους, η οποία θα συνεχιστεί, τα επόμενα έτη. Εφόσον το δημόσιο χρέος τους υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ και το δημοσιονομικό τους έλλειμμα υπερβαίνει το 3% του ΑΕΠ, οφείλουν να λάβουν μέτρα ώστε να θέσουν το χρέος σε καθοδική πορεία. Στην περίπτωση, μάλιστα, που ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ ξεπερνάει το 90%, υποχρεούνται να επιτυγχάνουν ελάχιστη ετήσια μέση μείωση 1 ποσοστιαίας μονάδας, ώστε να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητά του. Επιπρόσθετα, πρέπει να μειώσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ, μεσοπρόθεσμα, έως ότου διαμορφωθεί στο 1,5% του ΑΕΠ.
Αναφορικά με τη Γαλλία, κατά το τρίτο τρίμηνο, το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,4% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, κυρίως λόγω της επίδρασης των Ολυμπιακών Αγώνων. Σύμφωνα με το προσχέδιο του προϋπολογισμού που κατέθεσε η γαλλική κυβέρνηση, η οικονομία αναμένεται να επιτύχει ισχνή ανάπτυξη τα επόμενα έτη (2024: 1,1%, 2025: 1,1%, 2026: 1,4%). Το δημοσιονομικό έλλειμμα της Γαλλίας έφτασε το 5,5% του ΑΕΠ, το 2023, και αναμένεται να διευρυνθεί στο 6,1% του ΑΕΠ, το 2024, εξαιτίας της αναιμικής ανάπτυξης και των υψηλότερων δημοσίων δαπανών (Γράφημα 3α). Η Ευρωπαϊκή Ένωση,απαιτεί από τα κράτη-μέλη να διατηρούν το έλλειμμα κάτω από το 3% του ΑΕΠ και για τον λόγο αυτό έχει «προειδοποιήσει» με πειθαρχικά μέτρα κατά της Γαλλίας.
Προς αυτήν την κατεύθυνση, το Υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας κατέθεσε το προσχέδιο του προϋπολογισμού, με στόχο να διορθώσει το αυξανόμενο έλλειμμα. Όμως, το πρόγραμμα αυστηρής λιτότητας, με περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων, συνολικού ύψους 60 δισ. ευρώ, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα υπερψηφιστεί, δεδομένης της έλλειψης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Στόχος του είναι να μειωθεί το έλλειμμα στο 5%, μέχρι το τέλος του επόμενου έτους, και στο 3%, μέχρι το 2029. Αν βέβαια δεν ευδοκιμήσει το εγχείρημα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, τότε το δημοσιονομικό έλλειμμα θα παραμείνει σε επίπεδα άνω του επιτρεπόμενου ορίου, έως τα τέλη του 2029 (Γράφημα 3β).
Από την άλλη πλευρά, η Ιταλία φαίνεται να βρίσκεται, σήμερα, σε καλύτερη θέση, με την κυβέρνησή της να δεσμεύεται να βελτιώσει το δημοσιονομικό της έλλειμμα κατά 0,5 π.μ., ετησίως. Αυτή η δημοσιονομική εξυγίανση θα στηριχθεί στην αναμενόμενη ήπια ανάπτυξη του ονομαστικού ΑΕΠ (2025: 1,2%, 2026: 1,1%, 2027: 0,8%, σύμφωνα με το ιταλικό Προσχέδιο του Προϋπολογισμού) και την ανθεκτικότητα των φορολογικών εσόδων. Το φιλόδοξο προσχέδιο, που κατατέθηκε από την κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τη σταθερή πολιτική κατάσταση και τις πρωτοβουλίες δημοσιονομικής πειθαρχίας, εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν σε μείωση του δημοσιονομικού της ελλείμματος, σε επίπεδα κάτω από το 3%, στα τέλη του 2026.
Οι καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις της ιταλικής οικονομίας αναμένεται να διαδραματίσουν καθοριστικό παράγοντα και να επιμηκύνουν το χρονικό περιθώριο της δημοσιονομικής εξυγίανσης που θέτει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα επτά έτη, αντί για τα τέσσερα έτη (“Euro Area Fiscal Policy-Continued Consolidation and Debt Decoupling”, Goldman Sachs, Οκτώβριος 2024). Παρόλα αυτά, οι μεγάλες προκλήσεις παραμένουν, με τις κυριότερες να είναι: α) η αξιοποίηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, η οποία ωστόσο μέχρι σήμερα κρίνεται υποτονική, β) η πολιτική σταθερότητα και γ) η βιωσιμότητα του χρέους και η μείωση του λόγου χρέους/ΑΕΠ, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο.
Η πολιτική σταθερότητα και η δημοσιονομική εξυγίανση φαίνεται ότι διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στις προοπτικές ανάπτυξης. Η αβεβαιότητα εξακολουθεί να περιβάλλει την οικονομία της Γαλλίας, τέσσερις μήνες μετά τις πρόωρες εκλογές, ενώ η πολιτική σταθερότητα στην Ιταλία φαίνεται να “νοικοκυρεύει” τα δημόσια οικονομικά της. Η σταθερότητα και το μεταρρυθμιστικό πλάνο της Ιταλίας αποδίδει, με τις αγορές να έχουν μειώσει αισθητά τη διαφορά των αποδόσεων (spread) των 10ετών ομολόγων της Ιταλίας με την Γαλλία (Γράφημα 4), εξέλιξη η οποία αποτελεί μία επιβράβευση των προσπαθειών της. Βέβαια, το δημόσιο χρέος της Ιταλίας συνεχίζει να αυξάνεται, παραμένοντας μία βραδυφλεγής «βόμβα» στα θεμέλια της οικονομίας, αφού εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε επίπεδα πέριξ του 130% του ΑΕΠ, μέχρι το 2029.