Του Κώστα Ράπτη
Από τη στιγμή που απαγγέλθηκαν ποινικές κατηγορίες εναντίον του Ντόναλντ Τραμπ μέχρι και το απόγευμα της Τετάρτης, στο καλάθι των δωρεών για την εκλογική καμπάνια του πρώην προέδρου των ΗΠΑ προστέθηκαν, σύμφωνα με πληροφορίες των New York Times, 12 εκατομμύρια δολάρια, προερχόμενα κατά το ένα τρίτο από ανθρώπους οι οποίοι δεν είχαν κατά το παρελθόν προβεί σε παρόμοια κίνηση.
Βραχυπρόθεσμα, ο νεοϋορκέζος μεγιστάνας απολαμβάνει το πολιτικό μέρισμα των δικαστικών του περιπετειών, καθώς η πόλωση εντείνεται και ο ίδιος προβάλλει ως διωκόμενος από μια “ριζοσπαστική αριστερά” που εργαλειοποιεί το δικαστικό σύστημα. Μακροπρόθεσμα, είναι βέβαια αμφίβολο αν το κλίμα που δημιουργείται θα διευκόλυνε στις εκλογές του 2024 την προσέλκυση μετριοπαθών ή ανεξάρτητων ψηφοφόρων στην υποψηφιότητα ενός Τραμπ ακόμη περισσότερο διχαστικού – αλλά μακροπρόθεσμα, κατά τη γνωστή φράση του Κέινς, είμαστε όλοι νεκροί.
Άλλωστε, οι αναλύσεις που δημοσιεύονται μετά την απαγγελία 34 κατηγοριών εναντίον του Τραμπ, καταδεικνύουν τις πολλές νομικές παγίδες που κρύβει η υπόθεση. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ κατηγορείται για παραποίηση επιχειρηματικών εγγράφων, προκειμένου να δικαιολογήσει τις πληρωμές προς τον ενδιάμεσο, ο οποίος με δωροδοκίες απέτρεψε τη δημοσιοποίηση, κατά την προεκλογική περίοδο του 2016, μαρτυριών για τις σχέσεις του Τραμπ με την πορνοσταρ Στόρμι Ντάνιελς και άλλη μία γυναίκα. Όμως τα αδικήματα αυτού του τύπου είναι πλημμελήματα, με διετή περίοδο παραγραφής, ενώ ο εισαγγελέας του Μανχάταν, Άλβιν Μπραγκ επέλεξε να τα αναβαθμίσει σε κακουργήματα και θα πρέπει συνεπώς να αποδείξει ότι οι συγκεκριμένες πράξεις εξυπηρέτησαν τη διάπραξη άλλου, μεγαλύτερου αδικήματος, σχετιζόμενου ενδεχομένως με τους περιορισμούς των προεκλογικών δαπανών.
Αλλά αν το όπλο που κραδαίνει ο Άλβιν Μπραγκ κινδυνεύει να αποδειχθεί “νεροπίστολο”, παραμονεύει πάντοτε το “μπαζούκας” των κατηγοριών που θα μπορούσαν να απαγγελθούν στην πολιτεία της Τζόρτζια για αθέμιτη ανάμιξη του Τραμπ στην καταμέτρηση ψήφων κατά τις εκλογές του 2020, αλλά και των ευρημάτων από τα υπηρεσιακά έγγραφα που βρίσκονταν παρανόμως στην έπαυλη Τραμπ στο Μαρ-α-Λάγκο και κατασχέθηκαν σε αστυνομική επιχείρηση. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η νομική διελκυστίνδα δεν θα καταλήξει σε κάποιο στάδιο στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Όμως οι νομικές περιπλοκές δεν εξαλείφουν τις πολιτικές προκλήσεις – που συνίστανται στο γεγονός ότι ο τραμπισμός χαίρει “άκρας υγείας” και η πιθανότητα επανόδου του στα πράγματα το 2024 παραμένει ισχυρή, ενώ την ίδια στιγμή η προεδρία Μπάιντεν στερείται πνοής και το στρατόπεδο των Δημοκρατικών δεν είναι σε θέση να προτείνει διάδοχη κατάσταση, όντας και εγκλωβισμένο στην επιθυμία του νυν προέδρου να διεκδικήσει επανεκλογή.
Το δε γεγονός ότι για να κλείσει ο δρόμος στον Τραμπ κινητοποιούνται νομικά μέσα (πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία εναντίον διατελέσαντος προέδρου) επιβεβαιώνει την πολιτική αμηχανία, ενώ δεν επιλύει το ερώτημα τι θα συμβεί εάν προκύψει άλλη τραμπική υποψηφιότητα με “χρίσμα” από το Μαρ-α-Λάγκο.
Η άσκηση δίωξης εναντίον του Τραμπ είναι δηλωτική μεγάλης κρίσης, καθώς ο διχασμός της αμερικανικής κοινωνίας φθάνει στο επίπεδο των ελίτ, καταλύοντας τους “κανόνες του παιχνιδιού” που ρύθμιζαν τη συνύπαρξη διαφορετικών πτερύγων τους. Η διαχωριστική γραμμή προκύπτει πρωτίστως από τους αμερικανικούς “πολέμους αξιών” (cultural wars), που έχουν αποκτήσει δική τους ζωή και παροξύνονται από την αίσθηση τμήματος του λευκού πληθυσμού, ιδίως στην υποβαθμιζόμενη ενδοχώρα, ότι “χάνει τη χώρα που ήξερε”. Η προτίμηση του επιτελείου της Χίλαρι Κλίντον για έναν αντίπαλο που θα μπορούσε να δαιμονοποιηθεί επαρκώς, ώστε να διευκολύνει μια “πολύχρωμη” αντι-συσπείρωση, χωρίς τις απαιτήσεις της οικονομικο-κοινωνικής στροφής που έφερε στο προσκήνιο η υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς, υπήρξε το πιο αποτυχημένο στοίχημα που παίχτηκε ποτέ.
Το Δημοκρατικό κατεστημένο δεν αποδέχθηκε ποτέ εκείνη την ήττα, την οποία αντιμετώπισε ως “έγκλημα καθοσιώσεως”. Εξ ού και οι τωρινές διώξεις δεν αποβλέπουν μόνο στο μέλλον, δηλ. στην παρεμπόδιση μιας νέας υποψηφιότητας Τραμπ, αλλά έχουν στραμμένο το άλλο μάτι και στο παρελθόν, απονομιμοποιώντας αναδρομικά και το αποτέλεσμα του 2016 ως προϊόν παράνομων μεθοδεύσεων. Πρόκειται βέβαια για την αναδιατύπωση της απαξιωμένης πλέον θεωρίας συνομωσίας του Russiagate που απέδιδε την εκλογή Τραμπ στην ανάμιξη του “ρωσικού δακτύλου”.
Και αυτό μας θυμίζει το πώς οι εσωτερικές διαιρέσεις των ΗΠΑ και οι διεθνείς εντάσεις προχώρησαν αλληλοτροφοδοτούμενες και “αυτοεκπληρούμενες” μέχρι την τωρινή κατάσταση του υπογείου παγκοσμίου πολέμου δι’ αντιπροσώπων. Η πιθανότητα επιστροφής ενός Τραμπ, ο οποίος ενδεχομένως θα υπέστελλε την αντιπαράθεση με τη Ρωσία χάριν της επικέντρωσής του στο “μέτωπο” της Κίνας, αποτελεί για το αμερικανικό “βαθύ κράτος” μια “κόκκινη γραμμή” που δεν μπορεί να ξεπεραστεί. Το αν μια υπερδύναμη δύναται να συνεχίσει να πορεύεται με μια τέτοια διαπλοκή πολυάριθμων εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών είναι το κρίσιμο ερώτημα για το μέλλον.