Η διαδικασία μείωσης των «κόκκινων» δανείων θα προκαλέσει πιστωτικές ζημιές στο τραπεζικό σύστημα, ωστόσο δεν αναμένεται να προκαλέσει γενικευμένη ανακεφαλαιοποίηση. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από την έκθεση της UBS για τις ελληνικές τράπεζες, με την ελβετική τράπεζα να αποδίδει την πτώση των τραπεζικών μετοχών κατά περίπου 10% μέσα στο 2019 στις ανησυχίες των επενδυτών για την πολιτική αβεβαιότητα και την αυστηρότητα της ΕΚΤ σε ότι αφορά τους δείκτες κάλυψης.
Για τις τραπεζικές μετοχές, η UBS σημειώνει ότι υποαποδίδουν συνεχώς σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές τράπεζες την τελευταία δεκαετία και ενώ θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι προοπτικές τους έχουν ενισχυθεί σημαντικά από το 2016, οι τιμές τους έχουν σχεδόν μειωθεί στο μισό. Μετά από μία αρκετά ισχυρή εκκίνηση στο 2018, οι μετοχές ορισμένων τραπεζών έχουν αγγίξει κατ’ εξακολούθηση ιστορικά χαμηλά και ολοκλήρωσαν το έτος με απώλειες 40%-75% που είναι πολύ χειρότερη επίδοση από τις ευρωπαϊκές τράπεζες παρά το sell-off στον ευρωπαϊκό τραπεζικό κλάδο, τη βελτίωση των μακροοικονομικών δεικτών, τα ικανοποιητικά αποτελέσματα των stress tests και τις επιτυχημένες πωλήσεις δανείων.
«Εκτιμούμε ότι καθώς θα υποχωρούν οι ανησυχίες για την προθυμία των ελληνικών τραπεζών να προχωρήσουν σε μεγάλες ρυθμίσεις NPEs χωρίς σημαντικές ζημιές, η αγορά θα αρχίσει να αντικατοπτρίζει τα βελτιωμένα μακροοικονομικά θεμελιώδη στις τραπεζικές μετοχές», τονίζει η UBS. Η τράπεζα, επίσης, υπογραμμίζει τη μεγάλη διαφορά μεταξύ των επιδόσεων των τραπεζικών μετοχών και της βελτίωσης των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων την τελευταία τετραετία.
Οι αναλυτές της ελβετικής τράπεζας εκτιμούν ότι ο συνολικός αντίκτυπος στα κεφάλαια των τραπεζών από τη μεταφορά των NPEs σε κεντρικό όχημα ειδικού σκοπού την περίοδο 2019-20 θα είναι της τάξης των 6 δισ. ευρώ, αλλά ο κλάδος μπορεί να τον απορροφήσει χωρίς ανακεφαλαιοποίηση. Εκφράζουν, παράλληλα, ιδιαίτερα θετική άποψη για το σχέδιο της Eurobank που προβλέπει τον επιχειρηματικό της μετασχηματισμό.
Ειδικότερα, η UBS διατυπώνει τις ακόλουθες εκτιμήσεις για τις τέσσερις τράπεζες:
Alpha Bank: Στα τρέχοντα επίπεδα τιμών, φαίνεται να έχουν ενσωματωθεί όλες οι ανησυχίες, αλλά η αγορά παραβλέπει τις δυνατότητες ανόδου. Το κόστος ρίσκου έχει μειωθεί αισθητά σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, ενώ η ισχυρή επάρκεια κεφαλαίων καλύπτει το κόστος μιας επιτάχυνσης της εκκαθάρισης των προβληματικών ανοιγμάτων. Η πτώση της μετοχής κατά 40% το 2018 και κατά 20% φέτος δεν είναι απόλυτα δικαιολογημένη. Η σχέση της τιμής προς την ενσώματη λογιστική αξία για το 2019 (0,2) είναι ελκυστική. Ακόμη και αν υπολογισθούν συντηρητικά οι πιθανές απώλειες κεφαλαίων από το «ξεφόρτωμα» προβληματικών ανοιγμάτων στην bad bank που θα δημιουργηθεί με το σχέδιο της Τράπεζας της Ελλάδος (στα 1,8 δισ. ευρώ), η αγορά υποτιμά την αναμενόμενη ανάκαμψη της κερδοφορίας της τράπεζας, που θα φέρει την απόδοση κεφαλαίων στο 7%.
Eurobank: Η τράπεζα έχει ελκυστικό story, σύμφωνα με την UBS. Η μετοχή έχασε 40% το 2018, έναντι απωλειών 60% για τον κλάδο. Η αγορά υποτιμά τρεις σημαντικούς παράγοντες: α) Τα προβληματικά ανοίγματα προβλέπεται να μειωθούν ως το τέλος του 2020 με ρυθμό διπλάσιο από αυτό των άλλων τραπεζών, β) Η τράπεζα θα διατηρήσει ισχυρή κεφαλαιακή θέση και μετά το «ξεφόρτωμα» προβληματικών ανοιγμάτων 9 δισ. ευρώ μέσα στο 2019, γ) Η κερδοφορία προ προβλέψεων θα ενισχυθεί σημαντικά χάρη στην καλή απόδοση των διεθνών δραστηριοτήτων και στην απορρόφηση της Grivalia. Η σχέση τιμής προς ενσώματη λογιστική αξία (0,3) είναι ελκυστική. Σημειώνεται ότι η Eurobank είναι η μοναδική τράπεζα που έχει υιοθετήσει δικό της σχέδιο εξυγίανσης του ισολογισμού, χωρίς να βασίζεται στη μεταφορά προβληματικών ανοιγμάτων στην bad bank που θα δημιουργηθεί με το σχέδιο της ΤτΕ.
Εθνική: Η τράπεζα αντιμετωπίζει πολύπλευρες προκλήσεις, που επιβάλλουν να είναι προσεκτικοί οι επενδυτές. Μετά την πτώση της μετοχής κατά 66% το 2018 και 7% φέτος, η αγορά φαίνεται να αποτιμά δίκαια την υπεροχή της Εθνικής σε ρευστότητα, που επισκιάζεται από τη μέτρια αναμενόμενη απόδοση των βασικών δραστηριοτήτων σε βάθος χρόνου. Παρότι ο δείκτης κόστους ρίσκου είναι κορυφαίος (κάτω από 70 μονάδες βάσης την περίοδο 2019-2023), η μέτρια κερδοφορία προ προβλέψεων, κυρίως εξαιτίας των πιέσεων στα καθαρά έσοδα τόκων, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Εθνική δεν θα εμφανίσει απόδοση κεφαλαίων πάνω από το επίπεδο του 5% μετά την εκκαθάριση του ισολογισμού, που αναμένεται να ολοκληρωθεί ως το τέλος του 2022.
Τρ. Πειραιώς: Η σχέση ρίσκου/απόδοσης παραμένει αρνητική, ακόμη και μετά την πτώση της μετοχής κατά 70% πέρυσι και κατά 10% φέτος, καθώς ακόμη δεν έχουν ενσωματωθεί στην αποτίμηση οι σοβαροί κίνδυνοι για την επάρκεια των κεφαλαίων. Μετά την επιτάχυνση της εκκαθάρισης προβληματικών ανοιγμάτων, ώστε να πέσει κάτω από το 10% το ποσοστό τους έναντι του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων, η Πειραιώς θα χρειασθεί νέα κεφάλαια ύψους 1,6 δισ. ευρώ. Μάλιστα, η τράπεζα θα χρειασθεί να προχωρήσει φέτος σε δύο εκδόσεις τίτλων Tier 2, ύψους 500 και 300 εκατ. ευρώ. Θα επιστρέψει σε υψηλά μονοψήφια ποσοστά απόδοσης κεφαλαίων μέχρι το 2023, χάρη σε σημαντική μείωση του κόστους ρίσκου που θα ξεπεράσει τη δυσμενή επίπτωση στην κερδοφορία από την μείωση των προβληματικών ανοιγμάτων. Η τράπεζα εκτιμάται ότι θα «ξεφορτώσει» στην bad bank ανοίγματα 7 δισ. ευρώ το 2020. Οι πολλαπλές πιέσεις στην κερδοφορία προ προβλέψεων περιορίζουν την ταχύτητα ανάκαμψης των κερδών, ενώ θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και η επίπτωση που θα έχει στην κερδοφορία η αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, λόγω της επικείμενης έκδοσης ομολόγων Tier 2.