Του Κώστα Ράπτη
Δεν είναι πολύ συχνό η ίδια είδηση να μεταδίδεται υπό οπτικές γωνίες τόσο διαφορετικές. Και όμως, η τηλεφωνική συνομιλία που είχαν το Σάββατο ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν με τον Ιρανό ομόλογό του Εμπραχίμ Ραϊσί υπήρξε κατά μεν τα περισσότερα δυτικά μέσα ενημέρωσης μια “προειδοποίηση” του πρώτου προς τον δεύτερο για τον τερματισμό της τροφοδότησης της πολεμικής προσπάθειας της Ρωσίας στην Ουκρανία με ιρανικά drones, κατά δε την ιρανική πλευρά διευρεύνηση ενός “οδικού χάρτη” συνεργασίας των δύο χωρών.
Οι αντιθετικές ερμηνείες τροφοδοτούνται βέβαια από τα αντίστοιχα προεδρικά γραφεία, ενώ ιρανικά μέσα ενημέρωσης προχώρησαν μέχρι του σημείου να ερμηνεύσουν τη συνδιάλεξη ως κίνηση “απολογίας” του Μακρόν για την προηγούμενη στήριξή του στις αντικαθεστωτικές διαδηλώσεις στο Ιράν.
Η αλήθεια προφανώς είναι λιγότερο “φαντεζί”, αλλά και περισσότερο σύνθετη.
Το πρώτο που θα πρέπει να παρατηρηθεί είναι ότι την πρωτοβουλία της επικοινωνίας είχε ο Εμανουέλ Μακρόν, γεγονός το οποίο αντικειμενικά καθιστά, έστω και για τη μεταβίβαση “αυστηρών συστάσεων”, συνομιλητή του τον συντηρητικό Ιρανό πρόεδρο Ραϊσί. Οι πρόσφατες νέες καταγγελίες του αμερικανικού Πενταγώνου για τον βαθμό στρατιωτικής συνεργασίας τον οποίο έχουν επιτύχει το Ιράν και η Ρωσία δεν διατυπώθηκαν προφανώς για να φέρουν τον Ραϊσί στο προσκήνιο των διεθνών ζυμώσεων. Είναι άλλωστε εξίσου θεμιτό να θεωρήσουμε ότι ο ένοικος των Ηλυσίων περισσότερο ενδιαφερόταν να βρει στο πρόσωπο του συνομιλητή του έναν “διευκολυντή” πιθανών μελλοντικών πρωτοβουλιών εκτόνωσης της ουκρανικής κρίσης – στο πλαίσιο της ούτως ή άλλως αντιφατικής προσπάθειας της Γαλλίας να διατηρήσει στοιχεία “στρατηγικής αυτονομίας”, ενώ συμμετέχει στην αντιπαράθεση του νατοϊκού στρατοπέδου με τη Ρωσία και συνεκδοχικά όλον τον υπό διαμόρφωση ευρασιατικό άξονα.
Το δεύτερο είναι ότι η συνομιλία διήρκεσε 90 λεπτά, συνεπώς απλώθηκε σε μία ευρεία ατζέντα. Προφανέστερο δε αντικείμενο κοινού ενδιαφέροντος είναι οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, αλλά και τα σχετικά με τις προσπάθειες αναβίωσης της διεθνούς συμφωνίας του 2015 (JCPOA) για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης.
Υπενθυμίζεται ότι το μοιραίο πλήγμα στη JCPOA επέφερε η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ εισακούοντας τις αντιρρήσεις των περιφερειακών ανταγωνιστών του Ιράν (πρωτίστως του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας) για το ότι η συμφωνία δεν περιλάμβανε θέματα όπως το ιρανικό βαλλιστικό πρόγραμμα, αλλά και η “διεθνής συμπεριφορά” της Τεχεράνης, ήτοι η στήριξή της προς κινήματα της περιοχής όπως η λιβανική Χεζμπολάχ, οι Χούθι της Υεμένης κ.ο.κ.
Αλλά η πραγματικότητα δείχνει να έχει ξεπεράσει αυτά τα θέματα, καθώς η αποκατάσταση (με κινεζική μεσολάβηση) των σχέσεων του Ιράν με τη Σαουδική Αραβία συνιστά κορυφαία αλλαγή που συμπαρασύρει και άλλα περιφερειακά μέτωπα. Την ίδια στιγμή, οι ανακοινώσεις των Φρουρών της Επανάστασης ότι πέτυχαν την ανάπτυξη του νέου υπερχητικού (9.000 μίλια/ώρα) πυραύλου Fattah, με βεληνεκές 1.400 χιλιομέτρων, ο οποίος δεν αναχαιτίζεται και δύναται να πλήξει το Ισραήλ εντός 400 δευτερολέπτων, αλλάζει την εξίσωση. Όπως την αλλάζουν και οι κινήσεις οικονομικής συνεργασίας του Ιράν με τη Ρωσία και την Κίνα, δίνοντας στην Ισλαμική Δημοκρατία περισσότερο χώρο ώστε να επιμείνει στην απαίτησή της για άρση των εναντίον της κυρώσεων ως προϋπόθεση αναβίωσης της JCPOA.
Στο εσωτερικό μέτωπο, το ιρανικό καθεστώς έχει απαλλαγεί από την πίεση που συνιστούσε το φετινό κύμα διαδηλώσεων που προκάλεσε ο θάνατος της Μάχσα Αμίνι, καταβάλλοντας απλώς το τίμημα της σιωπηρής άτυπης άρσης της υποχρέωσης των γυναικών να φέρουν την ισλαμική μαντίλα. Στο δε εξωτερικό μέτωπο, ο Ραϊσί πραγματοποιεί τις μέρες αυτές… λατινοαμερικανική περιοδεία, διαπραγματευόμενος με αντιπάλους των ΗΠΑ στο Δυτικό Ημισφαίριο, όπως η Κούβα, η Βενεζουέλα και η Νικαράγουα, θέματα συνεργασίας στον ενεργειακό τομέα, την υγεία κ.α.