Toυ Κώστα Ράπτη
Οι δημοσκοπήσεις τον ευνοούν. Όμως το “Παλάτι” δεν έχει πει ακόμη την τελευταία του λέξη. Ο πρόεδρος του Λαϊκού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP) και κοινός υποψήφιος του εξακομματικού μετώπου της αντιπολίτευσης στις προεδρικές εκλογές της 14ης Μαΐου στην Τουρκία, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, φέρεται να υπερέχει στην πρόθεση ψήφου, με ποσοστό 48,3% έναντι 43,8% του Ταγίπ Ερντογάν, σύμφωνα με τον μέσο όρο των τελευταίων εννέα δημοσκοπήσεων. Όμως το προβάδισμα του Κιλιτσντάρογλου είναι επισφαλές, αν μη τι άλλο διότι ο νυν πρόεδρος θα καταφέρει κατά τα φαινόμενα να οδηγήσει τη μάχη σε δεύτερο γύρο, έχοντας ενθαρρύνει την υποψηφιότητα του “τρίτου ανθρώπου” της αναμέτρησης, του (κοινού υποψήφιου της αντιπολίτευσης το 2018) Μουχαρέμ Ιντζέ, ο οποίος φέρεται να αποσπά τουλάχιστον 5,5% της ψήφου.
Έστω και έτσι, όμως, για πρώτη φορά μετά από είκοσι χρόνια διανοίγεται ρεαλιστική προοπτική αλλαγής φρουράς στην κορυφή της εξουσίας στη γείτονα. Το ερώτημα της διεθνούς συμπεριφοράς μίας Τουρκίας η οποία θα είχε στο πηδάλιο τον ηγέτη του CHP ευλόγως απασχολεί όλο και περισσότερο κάθε ενδιαφερόμενο.
Χωρίς συμφωνίες βάθους
Σαφείς απαντήσεις, ωστόσο, δεν προκύπτουν από την πλευρά της ίδιας της τουρκικής αντιπολίτευσης. Και ο λόγος είναι ότι πρόκειται για ένα ετερογενές πολιτικό μέτωπο (που ξεκινά από τους παραδοσιακούς κεμαλιστές, περιλαμβάνει τους εθνικιστές της Μεράλ Άκσενερ, αγκαλιάζει συντηρητικούς ισλαμιστές πρώην συνοδοιπόρους του Ερντογάν και εντέλει ποντάρει στην εξωτερική στήριξη του αριστερού φιλοκουρδικού κόμματος HDP) το οποίο δεν είναι σε θέση να καταλήξει σε συμφωνίες μεγάλου βάθους σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Εξού και στο προεκλογικό του μανιφέστο είναι πολλά τα ακανθώδη θέματα, τα οποία προσπερνώνται εν σιωπή (λ.χ. τι είδους σχέσεις επιθυμεί να έχει η Τουρκία με την Κίνα;), με την έμφαση να δίνεται, όπως και σε οποιαδήποτε άλλη σφαίρα της πολιτικής, στην επιστροφή στη “θεσμική κανονικότητα”, όπου η προσωπική διπλωματία του “Παλατιού” θα δώσει τη θέση της σε ένα ενισχυμένο, στελεχωμένο μόνο από επαγγελματίες και όχι πολιτικούς ευνοούμενους, υπουργείο Εξωτερικών.
Κατά τα λοιπά, η τουρκική αντιπολίτευση καταφεύγει στην ασφαλή επιλογή να προτάσσει το γνωστό μότο του Κεμάλ Ατατούρκ “Ειρήνη στη χώρα, ειρήνη στον κόσμο”. Φράση η οποία αφενός υποδηλώνει τη διάθεση για μια λιγότερο “ιδεολογικοποιημένη” (και σε απόσταση ασφαλείας από τον “μεσανατολικό βάλτο”) εξωτερική πολιτική, αφετέρου όμως αναδεικνύει την πραγματική διαπλοκή του διεθνούς προσανατολισμού της χώρας με το ανοικτό ταυτοτικό ερώτημα στο εσωτερικό της.
Πράγματι, το τελευταίο διάστημα ο Κιλιτσντάρογλου πήρε ένα τολμηρό στοίχημα. Με βιντεοσκοπημένα μηνύματά του αυτή την εβδομάδα ανέδειξε υπερήφανα την προέλευσή του από την αλεβιτική θρησκευτική μειονότητα, αλλά και κατήγγειλε το καθεστώς που στιγματίζει συλλήβδην τους Κούρδους ως τρομοκράτες. Ταύτισε δε την εγκατάλειψη των “διχασμών” με το “άνοιγμα” της Τουρκίας στον κόσμο – που ο ίδιος το έχει περιγράψει ως αναθέρμανση της τουρκικής υποψηφιότητας για ένταξη στην Ε.Ε. (με άμεση εφαρμογή των αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για αποφυλάκιση του συνιδρυτή του HDP Σελαχατίν Ντεμίρτας, αλλά και με επίτευξη εντός τριμήνου της απελευθέρωσης της βίζας για τους Τούρκους πολίτες).
Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, ότι ο Ερντογάν εξ αντανακλάσεως τονίζει περισσότερο τα εθνοθρησκευτικά στοιχεία της καμπάνιας του (λ.χ. με την επίσκεψή του στην Αγιασοφιά), ούτε ότι διαρρέουν προς τον Ιντζέ ψηφοφόροι οι οποίοι ανησυχούν με τα φιλοκουρδικά ανοίγματα του Κιλιτσντάρογλου.
Ποια διαφοροποίηση;
Αλλά το να αποσαφηνιστεί ποια θα ήταν η εξωτερική πολιτική μιας Τουρκίας “μετά τον Ερντογάν” είναι δύο φορές πιο δύσκολο, στον βαθμό που ο νυν πρόεδρος κατά την μακρά παραμονή του στην εξουσία έχει διαπράξει το οτιδήποτε και το αντίθετό του. Από ποιον Ερντογάν επιθυμεί να διαφοροποιηθεί η αντιπολίτευση; Από αυτόν που ανατίναξε τις σχέσεις με το Ισραήλ και τις αραβικές μοναρχίες ή από αυτόν που τώρα τις αποκαθιστά; Από αυτόν που ενέπλεξε την Τουρκία στον συριακό εμφύλιο πόλεμο ή από αυτόν που τώρα διαλέγεται με τον Άσαντ; Από αυτόν που απειλεί να “έρθει νύχτα” στην Ελλάδα ή από αυτόν που ρίχνει τους τόνους στο πλαίσιο της “διπλωματίας των σεισμών”;
Η τουρκική αντιπολίτευση δείχνει σαφή απαρέσκεια για τις πολυάριθμες στρατιωτικές εμπλοκές της Τουρκίας σε μέρη όπως η Σομαλία, η Λιβύη ή το Κατάρ και αρνήθηκε να υπερψηφίσει την κοινοβουλευτική εξουσιοδότηση για παράταση κάποιων από αυτές. Από την άλλη, όμως, υπεραμύνεται του τουρκο-λιβυκού μνημονίου, ενώ δικής της πατρότητας ήταν η φιλολογία περί των “17 κατεχόμενων από την Ελλάδα νησιών”, με την οποία θέλησε να παρουσιάσει τον Ερντογάν ούτε λίγο ούτε πολύ ως μειοδότη.
Είναι πάντως σαφές ότι η τουρκική αντιπολίτευση επενδύει στη βελτίωση των σχέσεων με τη Δύση, φιλοδοξώντας ακόμη και να επαναφέρει την Τουρκία στο πρόγραμμα συμπαραγωγής των F-35 (χωρίς πάντως να διευκρινίζει τι σκοπεύει να πράξει με το επίμαχο ζήτημα των ρωσικών συστημάτων S-400). Μια τέτοια προοπτική δεν θα διευκολύνει ιδιαίτερα την Αθήνα, που θα πιεστεί από τον συμμαχικό παράγοντα να “κάνει το βήμα που της αντιστοιχεί” στην εκτόνωση των εντάσεων στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Τουλάχιστον, το αρχικό “μούδιασμα” του συστήματος και η εμφανής απειρία και διάθεση εξαγοράς χρόνου από μέρους των νέων Τούρκων ιθυνόντων μειώνει τις πιθανότητες ανεξέλεγκτων καταστάσεων.
Προοπτική συνέχειας και όχι τομής
Σε τελική ανάλυση το πραγματικά μεγάλο ερώτημα είναι τι μέρος των μετασχηματισμών της τουρκικής πολιτικής την τελευταία εικοσαετία θα πρέπει να αποδοθεί στην ιδιαιτερότητα της εξουσίας Ερντογάν και τι σε αντικειμενικούς αναπροσανατολισμούς της Τουρκίας ως σύνολο. Και μία πρώτη απάντηση σε αυτό έδωσε ο ίδιος ο Κιλιτσντάρογλου επισκεπτόμενος το περασμένο Σάββατο το Κάρτζαλι, κύρια εστία της τουρκικής μειονότητας της Βουλγαρίας.
“Η πολιτική του τουρκικού κράτους” είπε “η μεσογειακή πολιτική, η εξωτερική πολιτική, η αμυντική βιομηχανία είναι κρατικές πολιτικές. Είναι ανεξάρτητες από τις πολιτικές των κομμάτων γιατί το κράτος είναι αιώνιο”. Ο ίδιος υποσχέθηκε, όταν έρθει στα πράγματα, θα εγκαταλειφθεί η “προσωπική διπλωματία” του Ερντογάν και “το κράτος θα λειτουργεί ως κράτος και τα κόμματα ως κόμματα”.
Από μία άλλη οπτική, το εξίσου μεγάλο αναπάντητο ερώτημα είναι πού επιθυμεί να οδεύσει η γειτονική χώρα, όταν αλλάζουν τόσο θεαματικά οι διεθνείς και περιφερειακές σταθερές. Την ώρα που ο Κιλιτσντάρογλου υπόσχεται μια Τουρκία περισσότερο αποδεκτή από τη Δύση, ο σύμβουλος του Ερντογάν καθηγητής Μπουρχανεντίν Ντουράν διατυπώνει, από στηλών της Ζαμάν, το δίλημμα των εκλογών ως εξής: “Με ποιον προτιμάτε να συνομιλεί για λογαριασμό της Τουρκίας ο Βλαντίμιρ Πούτιν;”.