Το εννεάμηνο του 2022 οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν κέρδη, ως αποτέλεσμα της εμφάνισης μη επαναλαμβανόμενων εσόδων, της μείωσης των λειτουργικών εξόδων και κυρίως της μείωσης των προβλέψεων για τον πιστωτικό κίνδυνο, οι οποίες τις είχαν οδηγήσει στην καταγραφή σημαντικών ζημιών το εννεάμηνο του 2021.
Αναφορικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, τόσο ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) όσο και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio) σε ενοποιημένη βάση παρέμειναν σταθεροί το Σεπτέμβριο του 2022 σε 13,5% και 16,2% αντίστοιχα (συγκριτικά με το Δεκέμβριο του 2021) και σε χαμηλότερα επίπεδα από το μέσο όρο της ευρωζώνης.
Στο τέλος Σεπτεμβρίου 2022 η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων σε ατομική βάση βελτιώθηκε, καθώς τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανήλθαν σε 14,6 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά 3,8 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2021 και κατά 94,1 δισεκ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΔ. Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος αποκλιμακώθηκε περαιτέρω το εννεάμηνο του 2022 (Σεπτέμβριος 2022: 9,7%, Δεκέμβριος 2021: 12,8%), αλλά παρέμεινε σημαντικά υψηλότερος από το αντίστοιχο επίπεδο της ευρωζώνης. Όλες οι σημαντικές τράπεζες έχουν ήδη επιτύχει τον επιχειρησιακό στόχο τους για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ. Σχετικά με τη διάρθρωση των ΜΕΔ, το 68% περίπου αφορά επιχειρηματικά δάνεια, το 22% περίπου στεγαστικά και το υπόλοιπο καταναλωτικά. Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2022 περίπου το 38% του συνόλου των ΜΕΔ βρισκόταν σε καθεστώς ρύθμισης. Επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που τίθενται σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζει πάλι καθυστέρηση σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα.
Η αύξηση των καταθέσεων λιανικής κατά τα προηγούμενα έτη διασφάλισε βελτιωμένες συνθήκες ρευστότητας στα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε αυτά να διατηρήσουν τα επιτόκια καταθέσεων σε πολύ χαμηλά επίπεδα παρά τις πρόσφατες αυξήσεις των επιτοκίων πολιτικής του Ευρωσυστήματος.
Στο μέλλον, οι αυξήσεις των βασικών επιτοκίων θα μετακυλιστούν στα επιτόκια τραπεζικών καταθέσεων, αλλά όχι με ομοιογενή τρόπο μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών. Μεγαλύτερος βαθμός μετακύλισης αναμένεται στα επιτόκια των καταθέσεων προθεσμίας, οι οποίες συνδέονται με σκοπούς αποταμιευτικούς ή επενδυτικούς και δύνανται να υποκατασταθούν ευκολότερα από άλλα καταθετικά ή επενδυτικά προϊόντα εσωτερικού και εξωτερικού.
To συνολικό κόστος τραπεζικού δανεισμού των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων διατηρήθηκε την περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2022 κατά μέσο όρο περίπου στο ίδιο επίπεδο όπως το 2021, καθώς οι τράπεζες δεν προέβησαν σε γενικευμένες αναπροσαρμογές των επιτοκίων χορηγήσεων παρά μόλις το Σεπτέμβριο.
Έτσι, το μεσοσταθμικό επιτόκιο επιχειρηματικών δανείων διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο σε 3,2% το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2022, έναντι μέσης τιμής 3,0% το 2021. Το κόστος τραπεζικού δανεισμού των νοικοκυριών επιδεινώθηκε το τρέχον έτος, καθώς, σε συνέχεια των αυξήσεων που είχαν σημειωθεί στα επιτόκια καταναλωτικής πίστης, τα πιστωτικά ιδρύματα προέβησαν σε αυξήσεις επιτοκίου στα στεγαστικά δάνεια. Oι αυξήσεις των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος ενδεχομένως θα μετακυλιστούν στα τραπεζικά επιτόκια δανείων με μη συμμετρικό τρόπο μεταξύ επιχειρήσεων και νοικοκυριών.
Ειδικότερα, ο βαθμός ενσωμάτωσης των επιτοκίων νομισματικής πολιτικής και των επιτοκίων της αγοράς χρήματος είναι μεγαλύτερος στα επιτόκια χορηγήσεων προς τα νοικοκυριά, και αυτό παρά το γεγονός ότι σχεδόν όλα τα νέα επιχειρηματικά δάνεια καθορισμένης διάρκειας χορηγούνται με επιτόκιο κυμαινόμενο.
Οι όροι και η διαθεσιμότητα τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις αναμένεται να συνεχίσουν να υποστηρίζονται από δημόσιους πόρους μέσω προγραμμάτων συγχρηματοδότησης και εγγυοδοσίας και από τα χαμηλότοκα δάνεια του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Το γεγονός αυτό μετριάζει το βαθμό μετακύλισης των αυξήσεων του κόστους αναχρηματοδότησης των τραπεζών, το οποίο είναι συνάρτηση της κατεύθυνσης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής.
Παρά την ανοδική πορεία των ονομαστικών επιτοκίων, το 2022 υπήρξε χρονιά ισχυρής και επιταχυνόμενης πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και ιδιαίτερα προς επιχειρήσεις σχετικά μεγαλύτερου μεγέθους. Κατά τo δεκάμηνο του 2022 η μέση μηνιαία καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις ήταν 450 εκατ. ευρώ, έναντι μόλις 35 εκατ. ευρώ το 2021. Οι τραπεζικές πιστώσεις προς τα νοικοκυριά συνέχισαν να συρρικνώνονται σε ετήσια βάση τους πρώτους δέκα μήνες του 2022, αν και με λιγότερο έντονο ρυθμό. Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζει τη μεταστροφή (το Μάρτιο) και διατήρηση του ρυθμού μεταβολής των καταναλωτικών δανείων σε θετικό επίπεδο για πρώτη φορά μετά το 2010, καθώς ο αντίστοιχος ρυθμός μεταβολής των στεγαστικών δανείων παρέμεινε αρνητικός.
Η επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις συνάδει με την ισχυρή ανάκαμψη του ΑΕΠ η οποία καταγράφηκε το 2022, καθώς και με την αύξηση των αναγκών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων λόγω της έξαρσης του πληθωρισμού. Η άνοδος του κόστους των πρώτων υλών και των τιμών της ενέργειας οδήγησε σε πιέσεις στη ρευστότητα των επιχειρήσεων. Παρομοίως, η αβεβαιότητα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία δημιούργησε κίνητρο πρόνοιας εκ μέρους των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων για τη διατήρηση αποθεμάτων πλεονάζουσας ρευστότητας. Εξάλλου, η απόσυρση των μέτρων προς αντιμετώπιση των αρχικών φάσεων της πανδημίας, ιδιαίτερα της επιστρεπτέας προκαταβολής και της αναστολής αποπληρωμών τραπεζικών δανείων, είναι εύλογο ότι οδήγησε σε πρόσθετη ζήτηση τραπεζικής χρηματοδότησης εκ μέρους των επιχειρήσεων.
Από την πλευρά της προσφοράς τραπεζικών πιστώσεων, η μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων είχε σημαντική αυξητική επίδραση. Θετική συμβολή είχε και η ενίσχυση της ρευστότητας των τραπεζών μέσω των εισροών καταθέσεων πελατών οι οποίες καταγράφηκαν το δεκάμηνο του 2022, ενώ διατηρήθηκαν αμετάβλητοι οι πόροι που είχαν αντλήσει οι τράπεζες από το Ευρωσύστημα. Σημαντικό μέρος της ανάκαμψης της πιστωτικής επέκτασης υποστηρίχθηκε από τα χρηματοδοτικά εργαλεία του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Ως προς τις προοπτικές της χορήγησης νέων τραπεζικών δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα, η μεταβολή της νομισματικής πολιτικής σε πιο περιοριστική κατεύθυνση θα επιβαρύνει το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών και επομένως την ικανότητά τους να πιστοδοτούν με ευνοϊκούς όρους.
Η ανάγκη παρακολούθησης του κινδύνου δημιουργίας νέων επισφαλών δανείων το 2023 ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων της ενεργειακής κρίσης επίσης συντελεί σε συγκράτηση ή επιφυλακτικότητα εκ μέρους των τραπεζών. Παράλληλα, η αναμενόμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας θα επιδεινώσει τη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, αυξάνοντας τον πιστωτικό κίνδυνο. Η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις αναμένεται να επιβραδυνθεί, αλλά να διατηρήσει υψηλούς ετήσιους ρυθμούς χάρη στη συγχρηματοδότηση εκ μέρους των τραπεζών των επενδυτικών σχεδίων που υπάγονται στο Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Tην περίοδο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου του 2022 οι καταθέσεις του εγχώριου ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 4,2 δισεκ. ευρώ. Κατά συνέπεια, το υπόλοιπο των τραπεζικών καταθέσεων του εγχώριου ιδιωτικού τομέα ανήλθε στο τέλος Οκτωβρίου του 2022 σε 184,8 δισεκ. ευρώ, επίπεδο ανάλογο με εκείνο του Σεπτεμβρίου του 2011. Ειδικότερα, οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2022 κατά 3,2 δισεκ. ευρώ. Η αύξηση αυτή αντανακλά την αξιοσημείωτη άνοδο των ροών εξαρτημένης απασχόλησης (κυρίως στους τομείς του λιανεμπορίου και του τουρισμού) και τα μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος λόγω των ανατιμήσεων στην ενέργεια, τα οποία αντιστάθμισαν εν μέρει την αρνητική επίδραση από το δραστικό περιορισμό των μέτρων για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας.
Την ίδια περίοδο, οι καταθέσεις των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων παρουσίασαν σωρευτικά μικρή αύξηση κατά 0,8 δισεκ. ευρώ, υποβοηθούμενη από τη σημαντική ενίσχυση της πιστωτικής επέκτασης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και την ανάκαμψη των λιανικών πωλήσεων και των τουριστικών εισπράξεων. Σημειώνεται ότι, από τα μέσα του 2021 και μετά, η ζήτηση τραπεζογραμματίων στo τραπεζικό σύστημα ακολουθεί και πάλι πτωτική τάση, μετά την παροδική άνοδο που σημείωσε, λόγω της υψηλής αβεβαιότητας, κατά την οξεία φάση της πανδημίας.
Πηγη:ΤτΕ