Εντός χρονοδιαγράμματος, ποσοτικών και ποιοτικών στόχων προχωρά η διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας, στη μείωση των κόκκινων δανείων και τη βελτίωση των κεφαλαίων της. Η πώληση κόκκινων δανείων ύψους 6 δισ. ευρώ (Frontier) ήταν το πρώτο βήμα, με στόχο τη μείωση του δείκτη καθυστερήσεων στο 13,5%. Μάλιστα, ο σχεδιασμός του Frontier ήταν τέτοιος που η πώλησή του, όχι μόνο δεν “χτύπησε” τα κεφάλαια της Εθνικής, αλλά συνδυαστικά με το ντιλ της Εθνικής Ασφαλιστικής με τη CVC Partners ενισχύουν τα κεφάλαια κατά 170 μονάδες βάσεις. Επόμενο βήμα είναι η τιτλοποίηση επιπλέον κόκκινων δανείων 1,5 δισ. εντός του 2021 με στόχο το μονοψήφιο ποσοστό (κάτω του 6%) μέχρι το 2022.
Η μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου κόκκινων δανείων Frontier πέρασε στην κοινοπραξία doValue-Bain-Fortress,καθώς αναδείχθηκε από την ΕΤΕ ως προτιμητέος επενδυτής στην κούρσα με τις Pimco-Quant, Intrum και Davidson Kempner-Cepal. Σημειώνεται ότι στην περίπτωση της Εθνικής, ο προτιμητέος επενδυτής αγοράζει το χαρτοφυλάκιο των δανείων και στη συνέχεια θα πρέπει να αναθέσει τη διαχείριση σε εξειδικευμένη εταιρεία διαχείρισης. Για το λόγο αυτό, τα σχήματα που διεκδικούσαν το Frontier διέθεταν επενδυτή και διαχειριστή, πετυχαίνοντας μεγαλύτερες οικονομίες κλίμακος και αποτελεσματικότητα.
Λόγω κεφαλαιακής δομής και των εσωτερικών κινήσεων της Τράπεζας, οι τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων γίνονται χωρίς κόστος στα κεφάλαιά της. Σε αυτό συμβάλλει και η σύνθεση των τιτλοποιημένων δανείων, εκ των οποίων τα μισά έχουν αξιολογηθεί ως υψηλής διαβάθμισης (senior) και λαμβάνουν την κρατική εγγύηση. Μάλιστα, 300 εκατ. από τα 3 δισ. του senior τμήματος έχουν ήδη αποαναγνωριστεί με ρυθμίσεις και διαγραφές στο τελευταίο τρίμηνο του 2020. Σε ό,τι αφορά στη σύνθεση του Frontier των 6 δισ. ευρώ, αυτό δάνεια με εξασφαλίσεις ακίνητα κατά 90%. Το 76% των δανείων είναι στεγαστικά, το 18% επιχειρηματικά με εξασφαλίσεις και 6 καταναλωτικά. Αντιστοιχεί στο 60% των συνολικών μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων της Τράπεζας και περιλαμβάνει 200.000 δάνεια από 90.000 δανειολήπτες.
O δείκτης κεφαλαίων CET1, στη διετία 2020-2022 βελτιώνεται κατά 50 μονάδες βάσεις ξεπερνώντας το 16%, παρά την επίπτωση κατά 200 μονάδες βάσεις από την προσαρμογή στα διεθνή λογιστικά πρότυπα IFRS9, κάτι το οποίο μπορεί να αντισταθμιστεί από εκδόσεις για κεφάλαια Τ2 και ΑΤ1, σύμφωνα με τις παρουσιάσεις της Εθνικής Τράπεζας.