Κέρδη μετά από φόρους ενισχυμένα κατά 34% σε ετήσια βάση, στα 622 εκατ. ευρώ, ανακοίνωσε η Εθνική Τράπεζα για το α’ εξάμηνο του 2021.
Τα οργανικά κέρδη σημείωσαν αύξηση 58% σε ετήσια βάση, στα 208 εκατ. ευρώ.
Το υπόλοιπο μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) μειώθηκε σε 4 δισ. ευρώ, ενώ ο δείκτης CET1 διαμορφώθηκε στο 16%, με τον Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας στο 17%.
Πιο ειδικά, με βάση την εταιρική ανακοίνωση, “τα κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες αυξήθηκαν κατά 34,3% σε ετήσια βάση, σε €614 εκατ. το Α΄ εξάμηνο 2021. Η ενίσχυση της κερδοφορίας μας αντανακλά τη βελτίωση των οργανικών εσόδων, τα ισχυρά κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις, επωφελούμενα από την ανταλλαγή και πώληση κυρίως Ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου (ΟΕΔ), καθώς και τη σημαντική αποκλιμάκωση των λειτουργικών εξόδων. Εξαιρώντας τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα, καθώς και τις μη επαναλαμβανόμενες προβλέψεις σε σχέση με την πανδημία του κορωνοϊού ύψους €0,4 δισ. το Α΄ εξάμηνο 2020, τα οργανικά κέρδη ενισχύθηκαν σημαντικά κατά 60,0% σε ετήσια βάση, σε €195 εκατ..
Τα καθαρά έσοδα από τόκους αυξήθηκαν κατά 7,9% σε ετήσια βάση, στα €562 εκατ. το Α΄ εξάμηνο 2021, αντανακλώντας το όφελος από το χαμηλότερο κόστος χρηματοδότησης, ως αποτέλεσμα της αυξημένης συμμετοχής της ΕΤΕ στο Πρόγραμμα Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης (TLTRO III) της ΕΚΤ, καθώς και της ανατιμολόγησης των καταθέσεων προθεσμίας κατά 10μ.β. από την αρχή του έτους. Τα εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα συνέχισαν την ανοδική τους πορεία (+€1,2 δισ. σε ετήσια βάση), καθώς διατηρείται η δυναμική στις εκταμιεύσεις δανείων Εταιρικής Τραπεζικής και η παραγωγή νέων δανείων Λιανικής Τραπεζικής αρχίζει να ανακάμπτει (>2,5 φορές ετησίως), αν και από χαμηλή βάση. Σε σχέση με το Α’ τρίμηνο 2021, τα καθαρά έσοδα από τόκους σημείωσαν αύξηση κατά 1,0% σε τριμηνιαία βάση, ως αποτέλεσμα της περαιτέρω αποκλιμάκωσης του κόστους χρηματοδότησης της Τράπεζας. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο σε τριμηνιαία βάση, στις 209μ.β. το Β’ τρίμηνο 2021.
Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες διαμορφώθηκαν σε €130 εκατ. το Α΄ εξάμηνο 2021, ενισχυμένα κατά 10,2% σε ετήσια βάση, ως αποτέλεσμα της σημαντικής αύξησης των προμηθειών από τα ψηφιακά κανάλια (+22,3% σε ετήσια βάση) και τις υπηρεσίες διαμεσολάβησης (+10,9% σε ετήσια βάση), καθώς και της εντυπωσιακής ενίσχυσης των προμηθειών από δάνεια Εταιρικής Τραπεζικής (+59,0% σε ετήσια βάση). Σε επίπεδο τριμήνου, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες ανήλθαν κατά 4,1% σε τριμηνιαία βάση, αντανακλώντας τις ισχυρές χορηγήσεις επιχειρηματικών δανείων.
Τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και λοιπά έσοδα διαμορφώθηκαν σε €448 εκατ. το Α’ εξάμηνο 2021, επωφελούμενα από μη επαναλαμβανόμενα κέρδη σχετιζόμενα με την ανταλλαγή υφιστάμενων ΟΕΔ ύψους €209 εκατ., καθώς και την πώληση χρεογράφων (κυρίως ΟΕΔ) και το κλείσιμο θέσεων σε παράγωγα προϊόντα συνολικού ύψους €286 εκατ..
Οι λειτουργικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 7,8% σε ετήσια βάση, σε €353 εκατ. το Α’ εξάμηνο 2021, ως αποτέλεσμα της εντυπωσιακής μείωσης των δαπανών προσωπικού (-15,2% σε ετήσια βάση). Η τελευταία αποτυπώνει το όφελος των Προγραμμάτων Εθελουσίας Εξόδου Προσωπικού του 2019 και του 2020 που οδήγησαν στη σταδιακή μείωση του αριθμού των εργαζομένων της Τράπεζας κατά 900 περίπου άτομα εντός του 2020 και κατά επιπλέον 200 περίπου άτομα εντός του Α’ εξαμήνου 2021.
Οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις διαμορφώθηκαν σε €70 εκατ. το Β’ τρίμηνο 2021 (109μ.β. επί του μέσου όρου δανείων μετά από προβλέψεις) έναντι €75 εκατ. το Α’ τρίμηνο 2021. Το Α’ εξάμηνο 2021, οι προβλέψεις για επισφαλείς απαιτήσεις ανήλθαν σε €145 εκατ., ήτοι 113μ.β. επί του μέσου όρου δανείων μετά από προβλέψεις.
Διεθνείς δραστηριότητες
Στις διεθνείς δραστηριότητες, ο Όμιλος παρουσίασε κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ύψους €8 εκατ. το Α’ εξάμηνο 2021, ενισχυμένα κατά 7,8% σε σχέση με το Α’ εξάμηνο 2020, αντανακλώντας τη μείωση των λειτουργικών δαπανών (-14,4% σε ετήσια βάση) και των φόρων.
Ποιότητα Δανειακού Χαρτοφυλακίου
Η μείωση των ΜΕΑ διατηρήθηκε κατά το Β’ τρίμηνο 2021, με τα ΜΕΑ στην Ελλάδα να μειώνονται κατά €0,1 δισ. σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, σε €4,0 δισ., αντανακλώντας οργανικές ενέργειες. Η συνολική οργανική μείωση ΜΕΑ στην Ελλάδα διαμορφώθηκε σε €0,2 δισ. το Α’ εξάμηνο 2021 έναντι του στόχου που έχει θέσει η Τράπεζα για σωρευτική οργανική μείωση ΜΕΑ ύψους €0,8 δισ. το 2021-2022.
Η κατάσταση πληρωμών των ενήμερων πελατών που είχαν ενταχθεί σε προγράμματα διευκόλυνσης καταβολής οφειλών συνεχίζει να ξεπερνά τις προσδοκίες της Τράπεζας, καθώς μόνο το 3% βρίσκεται σε καθεστώς αθέτησης πληρωμών (άνω των 90 ημερών) τον Ιούλιο 2021, ενώ μόλις το 1% παρουσιάζει μικρή καθυστέρηση (άνω των 30 ημερών). Επιπλέον, το 60% περίπου των εν λόγω πελατών είναι χαμηλού ρίσκου και δεν έχει ζητήσει περαιτέρω διευκολύνσεις πληρωμών μετά τη λήξη των προγραμμάτων διευκόλυνσης καταβολής οφειλών.
Ο δείκτης ΜΕΑ στην Ελλάδα μειώθηκε κατά περίπου 50μ.β. σε τριμηνιαία βάση, σε 12,8%2 το Β’ τρίμηνο 2021. Ο δείκτης κάλυψης ΜΕΑ από σωρευμένες προβλέψεις ανήλθε σε 66,4% από 64,8% το προηγούμενο τρίμηνο. Στις διεθνείς δραστηριότητες1, ο δείκτης ΜΕΑ διαμορφώθηκε σε 8,5% το Β’ τρίμηνο 2021, με τον αντίστοιχο δείκτη κάλυψης από σωρευμένες προβλέψεις να ανέρχεται σε 78,8%.
Κεφαλαιακή Επάρκεια
O δείκτης CET1 διαμορφώθηκε σε 16,0%3, ενισχυμένος κατά 30μ.β. από την αρχή του έτους, αντανακλώντας την κερδοφορία της περιόδου. Με πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9, ο δείκτης CET1 FL διαμορφώθηκε σε 13,8%, επίσης αυξημένος κατά περίπου 100μ.β. από την αρχή του έτους. Ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας (CAD) διαμορφώθηκε σε 17,0%3, υπερβαίνοντας τις κεφαλαιακές απαιτήσεις4 κατά 600μ.β. περίπου για το 2021. Η ολοκλήρωση της συναλλαγής Frontier και της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής θα ενισχύσει τον Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας της Τράπεζας κατά περίπου 170μ.β. σε ~18,8%.
Μεταβολή στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας το Α’ εξάμηνο 2021
Ρευστότητα
Οι καταθέσεις του Ομίλου ανήλθαν σε €51,1 δισ. το Β’ τρίμηνο 2021, σημειώνοντας αύξηση κατά 6,0% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο. Στην Ελλάδα, οι καταθέσεις ενισχύθηκαν κατά €2,9 δισ. ή 6,3% σε τριμηνιαία βάση και διαμορφώθηκαν σε €49,6 δισ., αποτελώντας σχεδόν το 80% των συνολικών πηγών χρηματοδότησης της Τράπεζας. Ταυτόχρονα, το κόστος καταθέσεων συνέχισε να μειώνεται και διαμορφώθηκε στις 7μ.β. το Β’ τρίμηνο 2021. Οι καταθέσεις στις διεθνείς δραστηριότητες5 διαμορφώθηκαν σε €1,5 δισ., αμετάβλητες σε τριμηνιαία βάση. Σε σχέση με το Α’ εξάμηνο 2020, οι καταθέσεις του Ομίλου ενισχύθηκαν κατά 14,1% σε ετήσια βάση, αντανακλώντας τις εισροές καταθέσεων ύψους €6,3 δισ. στην Ελλάδα.
Ο δείκτης Δανείων προς Καταθέσεις το Β’ τρίμηνο 2021 διαμορφώθηκε σε 51,7% στην Ελλάδα και σε 52,8% σε επίπεδο Ομίλου, ενώ οι δείκτες Κάλυψης Ρευστότητας (LCR) και Καθαρής Σταθερής Χρηματοδότησης (NSFR) υπερβαίνουν κατά πολύ το ελάχιστο εποπτικό όριο του 100%.
Η συμμετοχή της ΕΤΕ στο Πρόγραμμα Συναλλαγών Μακροχρόνιας Αναχρηματοδότησης (TLTRO/LTRO) διατηρήθηκε στα €11,6 δισ. το Β’ τρίμηνο 2021. Οι ευνοϊκοί όροι χρηματοδότησης του προγράμματος TLTRO III, σε συνδυασμό με την ανατιμολόγηση των καταθέσεων προθεσμίας κατά 28μ.β. σε ετήσια βάση, στις 13μ.β το Β’ τρίμηνο 2021 (νέα παραγωγή στις 8μ.β.), είχαν ως αποτέλεσμα τη σημαντική βελτίωση του κόστους χρηματοδότησης της Τράπεζας, το οποίο έφτασε σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα το Β’ τρίμηνο 2021 (1μ.β.) έναντι 19μ.β. το Β’ τρίμηνο 2020, ενισχύοντας έτσι τα καθαρά έσοδα από τόκους και το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο.
Σε δήλωσή του, με την οποία συνοδεύει την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, ο διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας κ. Παύλος Μυλωνάς σημειώνει:
“Η διελκυστίνδα μεταξύ της μετάλλαξης Δέλτα και του προγράμματος εμβολιασμού συνεχίζεται, με τις προσδοκίες ότι, το τελευταίο θα πάρει οριστικά το προβάδισμα το φθινόπωρο, να ενισχύονται, καθώς το ποσοστό εμβολιασμού θα αγγίξει το ορόσημο του 70%. Στον τομέα της οικονομίας γίνεται κατανοητό ότι έρχονται καλύτερες μέρες και η εμπιστοσύνη κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, οδηγώντας σε διψήφια ποσοστά ανάπτυξης της οικονομικής δραστηριότητας στα τελευταία τρία τρίμηνα του έτους.
Κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους και παρά τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στις μετακινήσεις στο μεγαλύτερο μέρος του, καταφέραμε να επιτύχουμε ισχυρά κέρδη μετά από φόρους από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ύψους €622 εκατ., αντανακλώντας την ανάκαμψη σε όλους τους βασικούς τομείς κερδοφορίας της Τράπεζας, καθώς και τα ισχυρά κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις. Χαρακτηριστικά, ο δείκτης κόστους προς οργανικά έσοδα μειώθηκε σε 51% το Β’ τρίμηνο 2021, ενώ τα καθαρά έσοδα από προμήθειες σημείωσαν αύξηση κατά 10% σε ετήσια βάση. Το σημαντικότερο είναι ότι, εξαιρώντας τα κέρδη από χρηματοοικονομικές πράξεις και μετά από προβλέψεις, τα οργανικά κέρδη του Ομίλου εκτοξεύθηκαν κατά 58% σε ετήσια βάση, στα €208 εκατ. το Α’ εξάμηνο 2021, φέρνοντάς μας αισθητά κοντά στην επίτευξη του στόχου μας για επαναλαμβανόμενα ετήσια κέρδη ύψους €0,5 δισ., ήτοι απόδοση Ιδίων Κεφαλαίων της τάξεως του 9% περίπου για το επόμενο έτος.
Από πλευράς ποιότητας δανειακού χαρτοφυλακίου, η έκθεσή μας σε Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα στην Ελλάδα μειώθηκε περαιτέρω στα €4,0 δισ., ήτοι 12,8%, με τον δείκτη κάλυψης Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων από σωρευμένες προβλέψεις να αυξάνεται περαιτέρω σε ποσοστό 66,4%. Ο ρυθμός δημιουργίας νέων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων παρέμεινε αρνητικός, συντελώντας στη συνολική οργανική μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων κατά €0,2 δισ. στο Α’ εξάμηνο 2021, παρά τη λήξη όλων των προγραμμάτων διευκόλυνσης καταβολής οφειλών στο τέλος του 2020. Πράγματι, η κατάσταση πληρωμών των ενήμερων πελατών που είχαν ενταχθεί στα εν λόγω προγράμματα παραμένει σε πολύ καλά επίπεδα, καθώς μόνο το 3% παρουσιάζει καθυστέρηση πληρωμών άνω των 90 ημερών. Εξίσου σημαντικό είναι ότι μόλις το 1% των ενήμερων πελατών που είχαν ενταχθεί σε προγράμματα διευκόλυνσης καταβολής οφειλών παρουσιάζει μία μικρή καθυστέρηση (άνω των 30 ημερών), εξέλιξη που ξεπερνά κατά πολύ τις προσδοκίες της Τράπεζας. Ως αποτέλεσμα, έχουμε βάσιμες προσδοκίες ότι θα σημειώσουμε καλύτερη επίδοση έναντι του στόχου που έχουμε θέσει για το κόστος πιστωτικού κινδύνου της Τράπεζας.
Όσον αφορά την κεφαλαιακή μας επάρκεια, από την αρχή του έτους βελτιώσαμε περαιτέρω την ήδη ισχυρή κεφαλαιακή μας θέση, με τον δείκτη CET1 και τον Συνολικό Δείκτη Κεφαλαιακής Επάρκειας να ανέρχονται σε 16,0% και 17,0% αντίστοιχα. Η κεφαλαιακή μας θέση αναμένεται να ενισχυθεί περαιτέρω κατά 170μ.β. περίπου, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής Frontier και την πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής.
Με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, τα κονδύλια από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (RRF) σε συνδυασμό με τις περαιτέρω διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στη χώρα αναμένεται να οδηγήσουν σε εκτόξευση των επενδύσεων. Αξιοποιώντας το βελτιωμένο λειτουργικό μοντέλο της ΕΤΕ, όπως αναδείχτηκε από το επιτυχημένο Πρόγραμμα Μετασχηματισμού που μόλις ολοκλήρωσε τον τρίτο έτος του, η Εθνική Τράπεζα βρίσκεται σε προνομιακή θέση για να στηρίξει τους πελάτες της σε ένα περιβάλλον υψηλής και βιώσιμης ανάπτυξης, επιτυγχάνοντας έτσι τον στόχο να αναδειχθεί σε Τράπεζα πρώτης επιλογής στην Ελλάδα. Ενόψει αυτών των θετικών προοπτικών, παραμένουμε προσηλωμένοι στην επίτευξη των φιλόδοξων στόχων μας για υψηλή κερδοφορία, μείωση Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων και κεφαλαιακή επάρκεια, παρέχοντας προστιθέμενη αξία στους πελάτες και τους μετόχους μας”.