Του Κώστα Ράπτη
Όταν τον Φεβρουάριο η Κίνα παρουσίασε το “Σχέδιο 12 Σημείων” για την ειρήνευση της Ουκρανίας, η αμερικανική πλευρά έσπευσε να το προσπεράσει απαξιωτικά, θεωρώντας το ως προσπάθεια να προσφερθεί διπλωματική κάλυψη στη ρωσική επιθετικότητα. Όμως το ίδιο το Κίεβο αποδείχθηκε ότι είχε διαφορετική άποψη, όπως φανερώνει και η τηλεφωνική επικοινωνία του Ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι με τον Σι Τζινπίνγκ, για πρώτη φορά στους δεκατέσσερις μήνες που διαρκεί ο πόλεμος στην Ουκρανία (διάστημα κατά το οποίο ο Κινέζος ηγέτης είχε δύο συναντήσεις διά ζώσης και άλλες τρεις εξ αποστάσεως επαφές με τον Βλαντίμιρ Πούτιν).
Η συνδιάλεξη, που αναμενόταν επί μακρόν, πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη και είχε διάρκεια μίας ώρας, αποτελώντας έτσι το πρώτο συγκεκριμένο βήμα διπλωματικής εμπλοκής του ασιατικού γίγαντα στην ουκρανική κρίση. Χαιρετίσθηκε δε από τον Ζελένσκι, σε νυκτερινό διάγγελμά του προς τον ουκρανικό λαό, ως “ευκαιρία να αξιοποιηθεί η πολιτική επιρροή της Κίνας στην αποκατάσταση της ισχύος των αρχών και κανόνων στους οποίους θα πρέπει να βασίζεται η ειρήνη”.
Από την πλευρά του ο Σι υποσχέθηκε, σύμφωνα με το σχετικό επίσημο ανακοινωθέν, ότι η χώρα του δεν θα μείνει αδρανής, αλλά πρόκειται να αναθέσει σε ειδικό απεσταλμένο το άνοιγμα διαύλων με όλες τις πλευρές στην κατεύθυνση σύγκλησης ειρηνευτικών συνομιλιών. Πρόκειται για μία ακόμη επιβεβαίωση, μετά την κινεζική μεσολάβηση στην αποκατάσταση των σχέσεων Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, ότι το Πεκίνο αντιλαμβάνεται πλέον τον εαυτό του όχι σε έναν στενά περιφερειακό ορίζοντα, αλλά ως παίκτη με λόγο για όλα τα διεθνή προβλήματα.
Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι ο Ζελένσκι προχώρησε στην επικοινωνία με τον Σι εν αγνοία των Ηνωμένων Πολιτειών. Και δεν είναι παράτολμο να συσχετίσουμε την εξέλιξη αυτή με τις πρόσφατες “Διαρροές του Πενταγώνου”, που δείχνουν ότι στο εσωτερικό της Ουάσινγκτον πληθαίνουν όσοι αντιμετωπίζουν με απαισιοδοξία τις πολεμικές προοπτικές της Ουκρανίας και της περιλάλητης “εαρινής αντεπίθεσής” της (που διαρκώς αναμένεται δίχως να υλοποιείται).
Αλλά και ο Σι Τζινπίνγκ είχε σοβαρό κίνητρο να μην καθυστερεί άλλο το άνοιγμα προς την ουκρανική πλευρά. Είναι προφανές ότι η επικοινωνία με τον Ζελένσκι αποτελεί το follow up στην επίσκεψη του Εμανουέλ Μακρόν στο Πεκίνο, από την οποία προέκυψε ότι και οι δύο πλευρές ενδιαφέρονται να κινηθούν συντονισμένα προς μία διπλωματική λύση του ουκρανικού ζητήματος.
Οικοδόμηση πολιτικού κεφαλαίου
Γεγονός που φέρνει στο προσκήνιο τον μεγάλο διχασμό ο οποίος διαπερνά την Ε.Ε. ακριβώς σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Κίνα, τις οποίες ο “υπερατλαντικός παράγοντας” μοιάζει να έχει βάλει στον “αυτόματο πιλότο” της διαρκούς επιδείνωσης, χωρίς αυτή τη φορά η ευρωπαϊκή πλευρά να είναι εξίσου έτοιμη να συνταχθεί, όπως συνέβη απέναντι στη Ρωσία.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι με τον Μακρόν συνταξίδεψε στο Πεκίνο η πρόεδρος της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στην οποία όμως επιφυλάχθηκε, σε αντίθεση με τον Γάλλο πρόεδρο, σχεδόν ταπεινωτική μεταχείριση (έλεγχος διαβατηρίων και αποσκευών), με το νου στραμμένο προφανώς στην άκρως επικριτική ομιλία της για την Κίνα η οποία είχε προηγηθεί.
Μένει να φανεί αν αποτελούσε επίσης παιχνίδι ελιγμών ή απλώς κοινή “γκάφα”, η έτερη ψυχρολουσία που επεφύλαξε στην ευρωπαϊκή πλευρά η Κίνα, όταν ο πρεσβευτής της στη χώρα του Εμανουέλ Μακρόν σχεδόν αμφισβήτησε τη νομιμοποίηση της ανεξαρτησίας των μετασοβιετικών κρατών, εφόσον αυτή δεν συνοδεύθηκε από διεθνή συνθήκη. Τα “κεντρικά” στο Πεκίνο σύντομα υποβάθμισαν τη δήλωση αυτή, αντάξια πάντως των πιο αδιάλλακτων αμφισβητιών της ουκρανικής υπόστασης στη Μόσχα.
Σε κάθε περίπτωση, η κινεζική πρωτεύουσα γίνεται το τελευταίο διάστημα όλο και πιο δημοφιλής διπλωματικός προορισμός, αν αναλογισθούμε ότι της επίσκεψης Μακρόν ακολούθησε αυτή του προέδρου της Βραζιλίας, Λούλα ντα Σίλβα, ο οποίος επίσης εκδηλώνει φιλοδοξίες ανάληψης μεσολαβητικού ρόλου στην ουκρανική κρίση. Και μολονότι δύσκολα προκύπτει από τις γενικόλογες διακηρύξεις της τι το συγκεκριμένο μπορεί να πράξει η Κίνα επί του θέματος (ιδίως στον βαθμό που δεν δείχνει να διεκδικεί παραχωρήσεις από τη φίλη Ρωσία, η οποία έχει δημιουργήσει τετελεσμένα με την προσάρτηση τεσσάρων ουκρανικών επαρχιών), η οικοδόμηση πολιτικού κεφαλαίου με την προβολή προς πάσα κατεύθυνση του προσώπου μιας φιλειρηνικής δύναμης καλής θελήσεως έχει την αξία της.
Ποια διεθνής αρχιτεκτονική;
Πόσω μάλλον, που η ευρωπαϊκή πλευρά κατατρύχεται όχι μόνο από τις ανησυχίες ασφαλείας που ανέδειξε ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά από το ευρύτερο ερώτημα της θέσης της στη διεθνή αρχιτεκτονική, σε μία συγκυρία κατά την οποία ο μεν Σι Τζινπίνγκ εμφανίζεται ως ο θερμότερος θιασώτης της “ευτυχούς παγκοσμιοποίησης”, η δε αμερικανική πλευρά φλερτάρει με την ιδέα μιας μεγάλης “αποσύνδεσης” και επιτρέπει να αναπτύσσεται αψήφιστα στη δημόσια συζήτηση μια ρητορική αναπόφευκτης πολεμικής αντιπαράθεσης με την Κίνα στο μέλλον.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και ο στενότερος σύμμαχος των ΗΠΑ παγκοσμίως, ήτοι η Βρετανία, μοιάζει να κάνει ένα βήμα πίσω, αν κρίνουμε από τις πρόσφατες δηλώσεις του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών. “Θα ήταν εύκολο και σαφές για μένα” τόνισε ο Τζέιμς Κλέβερλι “να κηρύξω έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, κάποιου είδους. Θα ήταν εύκολο και σαφές, θα ήταν ικανοποιητικό και θα ήταν και λανθασμένο, διότι θα συνιστούσε προδοσία των εθνικών συμφερόντων μας”.
Το ερώτημα της επενδυτικής συμφωνίας
Στους κόλπους της Ε.Ε. η κακοφωνία ως προς την Κίνα αποκτά εκκωφαντικές διαστάσεις, καθώς ο καγκελάριος της Γερμανίας Όλαφ Σολτς τάσσεται (όπως και ο πρόεδρος του Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ) υπέρ της επανενεργοποίησης της ευρωκινεζικής Περιεκτικής Συμφωνίας Επενδύσεων, η οποία συνάφθηκε στα τέλη του 2020 λίγο πριν τον τερματισμό της γερμανικής προεδρίας και ανεστάλη αμέσως μετά, λόγω της επιβολής κινεζικών κυρώσεων σε μέλη του Ευρωκοινοβουλίου για τη στάση τους στο θέμα των Ουιγούρων. Αντιθέτως, η Γαλλία του Εμανουέλ Μακρόν (και η Κομισιόν της φον ντερ Λάιεν) θεωρούν ανεπίκαιρο το ζήτημα, εφόσον η προώθησή του προϋποθέτει την ανέφικτη προς το παρόν ευθυγράμμιση όλων των ευρωπαϊκών θεσμών, ενώ με καχυποψία αντιμετωπίζουν το “διαίρει και βασίλευε” που επιχειρεί η Κίνα δελεάζοντας οικονομικά σειρά κρατών-μελών.
Και μέσα σε όλα, χώρες όπως η Λιθουανία (και οι άλλες Βαλτικές Δημοκρατίες) σηκώνουν ψηλά τη σημαία των αντικινεζικών προκλήσεων, λ.χ. με την αναβάθμιση των σχέσεών τους με την Ταϊβάν, ποντάροντας στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.