Θετική εμφανίζεται η Credit Suisse για τα αποτελέσματα β’ τριμήνου των ευρωπαϊκών τραπεζών, στις οποίες περιλαμβάνει και τις τέσσερις ελληνικές συστημικές. Όπως επισημαίνει σε σημείωμα προς τους πελάτες της, το 60% των τραπεζών ανακοίνωσαν καλύτερα αποτελέσματα από τα αναμενόμενα έναντι των εκτιμήσεων. Επίσης, οι περισσότερες ευρωπαϊκές τράπεζες, όπως τονίζει, είδαν βελτίωση σε τριμηνιαία βάση, τόσο στην κερδοφορία όσο και στα κεφάλαιά τους.
Κατά την άποψη της ελβετικής τράπεζας, η θετική της στάση βασίζεται κυρίως στα εξής:
1) στο γεγονός ότι οι προβλέψεις για απώλεια δανείων (LLP) είναι σύμφωνες με τις εκτιμήσεις της αγοράς για τη συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών, με εξαίρεση ορισμένες βρετανικές και ιρλανδικές τράπεζες που κατά μέσο όρο σημείωσαν υψηλότερα πιστωτικές προβλέψεις. Επίσης, τα στοιχεία για το κόστος του κινδύνου (CoR) ήταν σε γενικές γραμμές αμετάβλητα σε τριμηνιαία βάση και στις 89 μονάδες βάσης κατά μέσο όρο (έναντι 86 μ.β το πρώτο τρίμηνο) και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των τραπεζών για το σύνολο του 2020 (90 μ.β).
2) Στο ότι οι δείκτες κεφαλαίου Tier 1 (CET 1) των ευρωπαϊκών τραπεζών αυξήθηκαν κατά 55 μ.β κατά μέσο όρο και
3) Στο ότι η ποιότητα ενεργητικού παρέμεινε ισχυρή με τους δείκτες NPL να παραμένουν σχεδόν αμετάβλητοι σε τριμηνιαία βάση παρόλο που το β’ τρίμηνο ήταν πολύ νωρίς να αναμένεται σημαντική επιδείνωση.
Όσον αφορά το CoR, και το ότι αυξήθηκε μόλις κατά 3 μ.β σε μέσο όρο, η Credit Suisse το θεωρεί μία ενθαρρυντική εξέλιξη καθώς δείχνει ότι η προσπάθεια γύρω από τις προβλέψεις για τις περισσότερες τράπεζες στο πρώτο τρίμηνο, φαίνεται επαρκής. Επίσης, το guidance για το σύνολο του 2020 στις 90 μ.β παραμένει αξιόπιστο και πολύ χαμηλότερο από το μέσο όρο του οριακού σημείου για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, δηλαδή στις 150 μ.β.
Σχολιάζοντας την κεφαλαιακή θέση των ευρωπαϊκών τραπεζών, η C.S σημειώνει πως ο δείκτης CET1 αυξήθηκε σε τριμηνιαία βάση κατά 35 μ.β και στο 14,45% το β’ τρίμηνο από 14,10% το α’ τρίμηνο και αυτό οφείλεται στην υψηλότερη παραγωγή οργανικών κεφαλαίων με μέσα σε εύλογη αξία ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξαν τόσο η ανάκαμψη στις αγορές κατά το β’ τρίμηνο όσο και sτα χαμηλότερα σταθμισμένα με βάση τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών (RWA), με μείωση του RWA κατά 1,3% στο τρίμηνο κατά μέσο όρο
Οι ελληνικές τράπεζες και η στήριξη των επιχειρήσεων
Η Credit Suisse στην ανάλυσή της εξετάζει και τον δανεισμό στον οποίο προχώρησαν οι τράπεζες σε ότι αφορά τους κλάδους που επλήγησαν το περισσότερο από την πανδημία, όπως των υπηρεσιών διαμονής και τροφίμων, μεταφοράς και αποθήκευσης, τις τέχνες, την ψυχαγωγία και την αναψυχή.
Όπως φαίνεται και στο διάγραμμα που παραθέτει, ο μέσος δανεισμός σε αυτούς τους τομείς από το συνολικό βιβλίο δανείων, ανήλθε σε λιγότερο από 10% σε μέσο όρο.
Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά μεταξύ των τραπεζών όπως τονίζει, με τις ελληνικές και τις κυπριακές τράπεζες να αναφέρουν επίπεδα άνω του 20%, ενώ στο άλλο άκρο, ορισμένες τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου, της Σκανδιναβίας και της Γερμανίας είχαν έκθεση κάτω του 5%.
Συγκεκριμένα, για την Πειραιώς – η οποία ακολουθεί την Ελληνική Τράπεζα (25,1%) – φτάνει το 25%, για την Eurobank το 23,8%, για την Εθνική το 23,4% και για την Alpha Bank το 21,7%.
Η Credit Suisse σημειώνει παράλληλα πως σε ότι αφορά το δανεισμό, στο σύνολο των ευρωπαϊκών τράπεζων, o δανεισμός σε ιδιώτες (retail) φτάνει το 50% των συνολικών δανείων σε μέσο όρο, ακολουθούμενος από τον επιχειρηματικό δανεισμό ο οποίος φτάνει περίπου το 26%, τον δανεισμό σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις στο 18% και τον δανεισμό από τον δημόσιο στο 5%.
Τι περιμένουν οι ελληνικές διοικήσεις
Η ελβετική τράπεζα αναφερόμενη στα αποτελέσματα τριμήνου των ελληνικών τράπεζων και τις εκτιμήσεις των διοικήσεων για τη συνέχεια, ξεχώρισε τα εξής. Σε ότι αφορά την Alpha Bank υπογραμμίζει πως η διοίκηση ανέφερε πως αναμένει ότι το κόστος κινδύνου θα είναι λίγο υψηλότερο κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους λόγω των ίσως περισσότερων εισροών NPEs καθώς και των περαιτέρω χρεώσεων σε ορισμένες ενέργειες της διοίκησης, που αναμένεται να το οδηγήσουν στις 180 μ.β για τα καθαρά δάνεια, εάν εξαιρεθεί ο COVID, ή στις 240 μονάδες βάσης εάν συμπεριληφθεί ο αντίκτυπος του COVID. Πρόκειται για μια επιβάρυνση κάτω του 1 δισ. ευρώ και στα 950 εκατ. ευρώ περίπου.
Σε ότι αφορά την Εθνική Τράπεζα αναφέρει πως οι προβλέψεις περιλαμβάνουν τα 426 εκατ. ευρώ που προκλήθηκαν πανδημία, εξαιρώντας το CoR ανέρχονται σε 94 μ.β.
Για την Πειραιώς υπογραμμίζει το ότι η διοίκηση ανάφερε πως το κόστος του κινδύνου αναμένεται να παραμείνει σύμφωνα με το guidance που έχει δοθεί, πάνω από τις 180 μονάδες βάσης στο σύνολο του έτους.
Τέλος, σημειώνει, η διοίκηση της Eurobank αναθεώρησε το guidance κατά 60 μ.β και στις 140-160 μ.β συνολικά λόγω πανδημίας. Η τράπεζα στήριξε ενεργά τους πελάτες της μέσω της αναστολής των πληρωμών για την εκταμίευση νέων δανείων, ειδικά τις εταιρείες. Όσον αφορά την ποιότητα του ενεργητικού, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) μειώθηκαν κατά περίπου 13,6 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω της ολοκλήρωσης της συναλλαγής Cairo & FPS που οδήγησε στη μείωση του δείκτη NPE στο 15,28% (α’ τρίμηνο στο 28,9%). Ο δείκτης κάλυψης NPE αυξήθηκε κατά 610 μ.β σε τριμηνιαία βάση και στο 60,6% στο β’ τρίμηνο.