Του Κώστα Ράπτη
Χρειάστηκαν πέντε εβδομάδες ώστε με δημοσίευμα των “New York Times” την περασμένη Πέμπτη να γίνει ευρέως γνωστό ότι εκατοντάδες απόρρητα έγγραφα του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας, γνωστά έκτοτε ως Pentagon Leaks, είχαν διαρρεύσει στο Διαδίκτυο, κάνοντας ευρύτερα γνωστές τις εκτιμήσεις των αμερικανικών υπηρεσιών για την κατάσταση στα πολεμικά μέτωπα της Ουκρανίας, αλλά και πληροφορίες για μια σειρά άλλα ζητήματα. Αλλεπάλληλες είναι οι αποκαλύψεις που διοχετεύονται στο Telegram και το Twitter, ενώ μαίνεται η συζήτηση για την αυθεντικότητα των εν λόγω εγγράφων και παράλληλα η αμερικανική διπλωματία σπεύδει να καθησυχάσει τους συμμάχους της.
Όπως και με κάθε διαρροή τέτοιου είδους το ερώτημα δεν αφορά μόνο το τι αυτή αποκαλύπτει, αλλά κα ποια σκοπιμότητα εξυπηρετεί, καθώς και ποιος και με ποιον τρόπο πρόκειται να την αξιοποιήσει.
Τα όσα αφορούν την κατάσταση στην Ουκρανία δεν απέχουν πολύ από εκτιμήσεις που μπορούσαν να κάνουν και προσεκτικοί παρατηρητές των εξελίξεων μέσα από ανοικτές πηγές.
Σύμφωνα με τα Pentagon Leaks, οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν πολύ μεγάλες απώλειες, μεγαλύτερες από τις ρωσικές, καθώς ο τρόπος που διεξάγονται οι επιχειρήσεις σημαίνει την αντιμετώπιση μονάδων στελεχωμένων από πρόσφατα καταταγέντες οπλίτες, χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη εκπαίδευση, ως κυριολεκτικά “κρέας για κανόνια”, δεδομένου ότι οι πολεμικές ενέργειες είναι σε μεγάλο βαθμό επιχειρήσεις πυροβολικού.
Τα αποθέματα πυρομαχικών της Ουκρανίας είναι χαμηλά και αυτό αφορά ιδιαίτερα την ουκρανική αεράμυνα που καλείται να αντιμετωπίζει διαρκώς τις πυραυλικές ρωσικές επιθέσεις. Ιδιαίτερα φαίνεται αυτό στα σοβιετικής προέλευσης συστήματα που χρησιμοποιούνται, όπως π.χ. οι πύραυλοι S-300. Αυτό σημαίνει ότι είναι αρκετά πιθανό σε σχετικά βραχύ χρόνο, η Ρωσία να βρεθεί σε μια ευνοϊκή συνθήκη, όπου η αεράμυνα της Ουκρανίας θα έχει μικρότερες πραγματικές δυνατότητες να περιορίσει τυχόν αεροπορικές επιθέσεις: κάτι τέτοιο θα έδινε τη δυνατότητα στη ρωσική πλευρά να αξιοποιήσει το συγκριτικό πλεονέκτημα που διαθέτει σε τυχόν επιλογή μαζικών αεροπορικών επιθέσεων. Αυτό με τη σειρά του καθιστά την κατά καιρούς προαναγγελθείσα ουκρανική αντεπίθεση στα τέλη Απριλίου ιδιαίτερα επισφαλή. Την ίδια ώρα, οι ήδη ανακοινωμένες νέες αποστολές δυτικών οπλικών συστημάτων προς την Ουκρανία δεν δείχνουν να μπορούν να καλύψουν το πραγματικό έλλειμμα που παρουσιάζει σήμερα η ουκρανική πλευρά.
Όσο για τις υπόλοιπες πληροφορίες που περιλαμβάνουν οι “διαρροές” αυτές είναι μάλλον αναμενόμενες. Οι υπηρεσίες των Ηνωμένων Πολιτειών έχουν καταφέρει να βρουν πληροφοριοδότες στις πιο ευαίσθητες θέσεις στη Ρωσία, παρακολουθούν και τις επικοινωνίες του προέδρου Ζελένσκι με το ουκρανικό επιτελείο, ανησυχούν για το ενδεχόμενο η Αίγυπτος να στείλει πυρομαχικά στην Ρωσία, επισημαίνουν ότι η Νότια Κορέα δεν θα ήθελε δικά της πυρομαχικά να καταλήξουν στην Ουκρανία.
Όλα αυτά δύσκολα θα μπορούσαν να θεωρηθούν πληροφορίες που ανατρέπουν δεδομένα, καθώς αποτελούν εκτιμήσεις που ήδη έχουν διατυπωθεί. Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι η μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε αυτές τις πιο ρεαλιστικές εκτιμήσεις και την κυρίαρχη ρητορική από πλευράς των ΗΠΑ και συνολικά των δυτικών κυβερνήσεων, η οποία επιμένει ότι η Ρωσία βρίσκεται σε υποχώρηση, ότι έχει απώλειες που δεν μπορεί να τις χειριστεί και ότι βρίσκεται πολύ κοντά σε μια συντριπτική ήττα. Με αυτή την έννοια, όντως οι διαρροές υπογραμμίζουν ότι οποιαδήποτε αναφορά σε επικείμενη ουκρανική νίκη, είναι μάλλον μια ευχή που δεν μπορεί να εκπληρωθεί.
Το ανοικτό ερώτημα: ποιος ωφελείται;
Ωστόσο, παραμένει το ζήτημα ποιον τελικά ευνοούν τέτοιου είδους “διαρροές”, στοιχείο που εκτός των άλλων θα μπορούσε ίσως και να δείξει από πού είναι πιο πιθανό να προήλθαν. Καταρχάς, ως προς το εάν αυτές οι διαρροές ήρθαν από τη ρωσική πλευρά, υπάρχει ο εύλογος αντίλογος ότι εάν οι υπηρεσίες της Ρωσίας είχαν αποκτήσει πρόσβαση σε τέτοιες πηγές πληροφοριών, το πιο πιθανό είναι να συνέχιζαν να την αξιοποιούν και όχι να την “έκαιγαν” μέσα από μια τέτοια δημοσιοποίηση.
Εάν πάλι η διαρροή προήλθε από μια “δυτική” πηγή, τότε κανείς μπορεί να κάνει δυο βασικές υποθέσεις. Στην πρώτη περίπτωση, η διαρροή εντάσσεται σε μια προσπάθεια πίεσης από τη μεριά των ΗΠΑ προς την ουκρανική πλευρά, ώστε να αποδεχτεί μια πιο συμβιβαστική κατεύθυνση που δεν θα έθετε στόχους όπως π.χ. η ανακατάληψη του συνόλου των περιοχών που ανήκαν στην Ουκρανία πριν το 2014 και δεν θα έκανε σχεδιασμούς π.χ. για χτυπήματα εντός ρωσικού εδάφους με χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών (πληροφορία που σύμφωνα με τις διαρροές προήλθε από την παρακολούθηση του ίδιου του Ζελένσκι). Μια τέτοια κατεύθυνση θα οδηγούσε πιο εύκολα στην κατάπαυση του πυρός και είναι κάτι που διάφορες πλευρές θα ήθελαν να δουν, από πτέρυγες της αμερικανικής διπλωματίας έως π.χ. τον Εμανουέλ Μακρόν.
Το πραγματικό αδιέξοδο
Στη δεύτερη υπόθεση, η διαρροή εντάσσεται σε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί η κατάσταση στο μέτωπο “όπως πραγματικά έχει”, με σκοπό κυρίως να υπάρξει μεγαλύτερη πίεση για αποστολή ακόμη περισσότερων προηγμένων οπλικών συστημάτων στην Ουκρανία, στα όρια της άμεσης εμπλοκής δυτικών δυνάμεων, ώστε να διαμορφωθεί ένας ριζικά διαφορετικός συσχετισμός δυνάμεων. Αυτή είναι μια κατεύθυνση που αναλογεί τόσο στη βούληση των πιο επιθετικών τμημάτων της “δυτικής συμμαχίας”, από τη Βρετανία έως τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, όσο και σε εκείνα τα τμήματα του αμερικανικού στρατιωτικού και διπλωματικού κατεστημένου που θεωρούν ότι το βασικό είναι να διατηρηθεί με οποιονδήποτε τρόπο ένα σταθερό κόστος για τη Ρωσία, που θα μπορούσε να την αποδυναμώσει τόσο, ώστε να μην τεθεί περαιτέρω υπό αμφισβήτηση η αμερικανική πλανητική ηγεμονία. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, διαρροές αυτού του τύπου προαναγγέλλουν κλιμάκωση: επιπλέον πυραυλικές συστοιχίες για την ενίσχυση της ουκρανικής αεράμυνας, εξελιγμένα μαχητικά αεροσκάφη (αν και εδώ υπάρχει το πρόβλημα της έγκαιρης εκπαίδευσης των Ουκρανών πιλότων), βαρέα άρματα μάχης τελευταίας γενιάς.
Πάνω από όλα, οι διαρροές αυτές αποτυπώνουν το πραγματικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι χώρες της “συλλογικής Δύσης”. Την ώρα που η Ρωσία έχει καταφέρει να διαμορφώσει στις πολεμικές επιχειρήσεις ένα “μοτίβο” που περιορίζει τις απώλειές της, εκμεταλλεύεται τις μεγάλες δυνατότητες κάλυψης αναγκών σε πυρομαχικά και κάνει πράξη έναν μακρύ πόλεμο φθοράς των ουκρανικής πλευράς, χωρίς να διακυβεύει την υψηλή αποδοχή των πολιτικών του Βλαντίμιρ Πούτιν εντός της ρωσικής κοινωνίας, οι χώρες της Δύσης, εγκλωβισμένες καθώς είναι σε μια στρατηγική που επικεντρώνει κυρίως στην “ήττα της Ρωσίας”, εμφανίζονται αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο ακόμη μεγαλύτερης (και με ακόμη μεγαλύτερο κόστος) εμπλοκής σε έναν πόλεμο που η πλευρά που στηρίζουν πολύ δύσκολα μπορεί να κερδίσει.