Απόδοση – Επιμέλεια: Γιώργος Δ. Παυλόπουλος
Ο Τούρκος ηγέτης Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σπάνια αρεσκόταν στο να του λένε τι να κάνει, ειδικά όταν επρόκειτο για τις παγκόσμιες οικονομικές ελίτ. Το 2009 αποχώρησε από το Φόρουμ του Νταβός ορκιζόμενος να μην επιστρέψει ποτέ και να απαλλάξει τη χώρα του από τους “βαρόνους του χρήματος”. Μιλούσε έκτοτε για “οικονομικό πόλεμο ανεξαρτησίας”.
Η απελευθέρωση μιας χώρας από τις απαιτήσεις του παγκόσμιου κεφαλαίου, ωστόσο, είναι δαπανηρή υπόθεση. Με μια τουρκική λίρα να χάνει σχεδόν 30% της αξίας της έναντι του δολαρίου των ΗΠΑ τον περασμένο χρόνο, ένα διογκωμένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και μια κεντρική τράπεζα να “καίει” τα συναλλαγματικά της αποθέματα, η Τουρκία χρειάζεται και πάλι ξένο χρήμα. Ο Ερντογάν, όπως φαίνεται, το έχει αποδεχτεί.
Εδώ εισέρχεται ο Μεχμέτ Σιμσέκ. Αφού εξασφάλισε άλλη μια πενταετή θητεία στην προεδρία στις 28 Μαΐου, ο Ερντογάν στράφηκε στον 56χρονο πρώην τραπεζίτη για να χρησιμεύσει ως δίαυλος προς τις χρηματοοικονομικές πρωτεύουσες του Ντουμπάι, του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης. Ο Σιμσέκ έχει εργαστεί ως στέλεχος στρατηγικής στη Merrill Lynch και ήταν ανώτερος οικονομολόγος για την πρεσβεία των ΗΠΑ στην Άγκυρα. Για τον Ερντογάν, αποτελεί μια έμπιστη φιγούρα.
Κρίσιμο στοιχείο για την προσέλκυση χρημάτων πίσω στην Τουρκία είναι η υποστήριξη ενός προέδρου, ο οποίος έχει απολύσει πολλούς κεντρικούς τραπεζίτες και υπουργούς Οικονομικών. Αυτό σημαίνει ότι ο Ερντογάν θα αφήσει τον νέο του οικονομικό “τσάρο”, ο οποίος έχει υποσχεθεί “ορθολογική χάραξη πολιτικής”, να προχωρήσει.
Ο Σιμσέκ διετέλεσε αρχικά υπουργός Οικονομικών και αργότερα αναπληρωτής πρωθυπουργός της Τουρκίας την περίοδο 2007-2018, προτού ο Ερντογάν διορίσει τον γαμπρό του για να διευθύνει την οικονομία. Ήταν περίπου εκείνη την εποχή που ο πρόεδρος της Τουρκίας κλιμάκωσε την ιδιάζουσα οικονομική του πολιτική, που δεν θα υπαγορευόταν πια από τις “ιδιοτροπίες” των διεθνών επενδυτών. Η προσέγγισή του βασίστηκε σε χαμηλά επιτόκια, τα οποία ο Ερντογάν ισχυριζόταν –σε αντίθεση με τα εμπειρικά στοιχεία και την επικρατούσα θεωρία– ότι θα οδηγούσαν σε χαμηλότερο πληθωρισμό.
Έξοδος
Οι καπιταλιστές παγκοσμίως, που γενικά δεν αγαπούν τις επαναστάσεις, το πρόσεξαν· και απέσυραν τα χρήματά τους. Τα τελευταία 10 χρόνια η αξία των ξένων επενδύσεων στην τουρκική αγορά μετοχών και ομολόγων μειώθηκε κατά περίπου 85%, από περισσότερα από 150 δισεκατομμύρια δολάρια το 2013 σε λίγο περισσότερα από 20 δισ. δολ. σήμερα. Μειώθηκαν επίσης και οι άμεσες ξένες επενδύσεις. Η λίρα έγινε ουσιαστικά μη εμπορεύσιμη εκτός Τουρκίας. Μέλος της G20 και μία από τις μεγαλύτερες αναδυόμενες αγορές στον κόσμο, η Τουρκία έγινε μια αγορά κυριαρχούμενη από εντόπιους “παίκτες”.
Η πολιτική αυτή λειτούργησε σε ένα σημείο της: είχε πια πολύ μικρότερη σημασία τι σκέφτονταν οι ξένοι για την Τουρκία ή τον Ερντογάν.
Το αποτέλεσμα ήταν προβλέψιμο: ο πληθωρισμός σε ετήσια βάση εκτοξεύτηκε σε υψηλά πολλών δεκαετιών, ανεβαίνοντας πάνω από το 100% στην Κωνσταντινούπολη πέρυσι. Το να σταθμεύσει κανείς το αυτοκίνητό του σε γκαράζ για μια νύχτα κόστιζε 50 λίρες ($2,30) τη μία ημέρα και 90 λίρες την επόμενη.
Η ανθεκτικότητα της τουρκικής οικονομίας, ωστόσο, παρέμεινε αίνιγμα. Ναι, το νόμισμα κατρακυλούσε και οι τιμές εκτοξεύονταν στα ύψη, αλλά ποτέ δεν προέκυψε μια πλήρης κατάρρευση.
Εστιατόρια, μπαρ, εμπορικά κέντρα και ξενοδοχεία ήταν πιο γεμάτα από ποτέ, με τη βοήθεια των μεγάλων εισροών Ρώσων και Ουκρανών που διέφυγαν από τον πόλεμο, μαζί με τουρίστες από την Ευρώπη, τον Περσικό Κόλπο και το Ιράν. Το εμπόριο συνεχίστηκε. Οι τράπεζες συνέχισαν να δανείζουν με επιτόκια που ήταν σχεδόν υπερβολικά καλά για να τα απορρίψει κανείς, ενώ οι Τούρκοι συνέχισαν να δανείζονται. Η οικονομία αναπτύχθηκε κατά 5,6% πέρυσι, υποστηριζόμενη από τις καταναλωτικές δαπάνες.
Το φτηνό χρέος μέσω πιστωτικών καρτών σήμαινε ότι οι άνθρωποι συνέχισαν να το χρησιμοποιούν για να χρηματοδοτούν δαπάνες. Για να προλάβουν τον πληθωρισμό, οι πολίτες αγόραζαν τώρα για να αποφύγουν να πληρώσουν περισσότερα αργότερα – οπότε η πραγματική κατανάλωση των νοικοκυριών αυξήθηκε σε απροσδόκητα υψηλά επίπεδα.
Το πρόβλημα είναι ότι η Τουρκία έχει ένα διαρκές έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Έκλεισε πέρυσι στα 48 δισεκατομμύρια δολάρια ή στο 5,4% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, το μεγαλύτερο στην G-20 μαζί με το Ηνωμένο Βασίλειο. Σε αντίθεση με τους γείτονές της στη Μέση Ανατολή, η Τουρκία παράγει αμελητέες ποσότητες πετρελαίου και φυσικού αερίου, πόρων απαραίτητων για να τροφοδοτεί την εγχώρια οικονομία της και να γεμίζει τα εξαγωγικά της ταμεία. Επομένως, πρέπει είτε να προσελκύσει επενδύσεις είτε να δανειστεί από το εξωτερικό.
Τέλος χρόνου
Μετά, υπάρχει το νόμισμα. Για να αντισταθμίσει την έλλειψη εισερχόμενων μετρητών και για να στηρίξει τη λίρα, η κεντρική τράπεζα δαπάνησε σχεδόν 200 δισεκατομμύρια δολάρια σε παρεμβάσεις στην αγορά τους 18 μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές. Αυτό είναι το ισοδύναμο του ετήσιου ΑΕΠ μιας μεσαίας αναδυόμενης αγοράς όπως η Ουγγαρία ή το Κουβέιτ. Η πολιτική αυτή ήταν μη βιώσιμη.
Σε ομιλία του στις 4 Ιουνίου ο Σιμσέκ ανέφερε ότι “η διαφάνεια, η προβλεψιμότητα, η συνέπεια και η συμβατότητα με τους διεθνείς κανόνες” θα αποτελέσουν τη βάση της διαχείρισης της οικονομίας των 900 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η πρόκληση είναι να ευχαριστήσει τις διεθνείς κεφαλαιαγορές χωρίς να αποξενώσει το αφεντικό του. Πέρα από τα ζητήματα κεφαλαίων, ο Ερντογάν εξακολουθεί να διευθύνει την Τουρκία.
Ο Σιμσέκ “πρέπει σύντομα να δείξει μέσω μέτρων πολιτικής ότι θα του επιτραπεί να αναλάβει δράση για να μειώσει τον πληθωρισμό”, λέει ο Χένρικ Γκούλμπεργκ, μακροοικονομολόγος στη χρηματιστηριακή εταιρεία Coex Partners, με έδρα το Λονδίνο. “Το βάρος της απόδειξης πέφτει επάνω του”.