Του Κώστα Ράπτη
Η δημοσκόπηση που διενήργησε το YouGov στη Γερμανία μεταξύ 5 και 9 Μαΐου, σε δείγμα 1.700 πολιτών, έδωσε αποτελέσματα που δεν μπορούν να προσπερασθούν ελαφρά την καρδία. Αν μη τι άλλο, διότι έφεραν στην δεύτερη θέση το κόμμα που έως τώρα αποτελεί τον παρία της γερμανικής πολιτικής σκηνής, την ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” (AfD).
Συγκεκριμένα, στην εν λόγω έρευνα οι Χριστιανοδημοκράτες και Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) συγκεντρώνουν 31% της πρόθεσης ψήφου, ενισχυμένοι κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με έναν μήνα πρωτύτερα, η AfD διατηρείται στο 17%, οι Σοσιαλδημοκράτες του καγκελαρίου Σολτς υποχωρούν κατά τέσσερις μονάδες στο 16%, οι συγκυβερνώντες Πράσινοι ανακάμπτουν ελαφρά στο 16% (+1% από την προηγηθείσα πτώση τους), το κόμμα της Αριστεράς παραμένει στο 6% και οι επίσης συγκυβερνώντες Φιλελεύθεροι (FDP) υποχωρούν κατά μία μονάδα στο 5%, ήτοι στο όριο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης.
— Europe Elects (@EuropeElects) May 12, 2023
Μολονότι εξέχει σαφώς από τα άλλα κόμματα, η Χριστιανοδημοκρατία, υπό την ηγεσία πλέον του Κρίστιαν Μερτς, δεν έχει πολλούς λόγους να είναι ικανοποιημένη, μετά τα μάλλον αποθαρρυντικά αποτελέσματα των εκλογών στο κρατίδιο της Βρέμης. Εξ ού και το Eurointelligence εκτιμά ότι ο Μερτς θα μπει στον πειρασμό να στρέψει το κόμμα του δεξιότερα. Όμως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι περιορίζονται δραματικά οι δυνατοί συνδυασμοί για τον σχηματισμό μελλοντικού ομοσπονδιακού κυβερνητικού συνασπισμού.
Ο παρών τρικομματικός συνασπισμός Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων δεν δείχνει ικανός να διατηρήσει ούτε τις αριθμητικές ούτε τις πολιτικές προϋποθέσεις διαιώνισής του. Οι Πράσινοι βρίσκονται στη δύσκολη θέση αφενός να απογοητεύουν με τους συμβιβασμούς τους στη διακυβέρνηση τους πιο αφοσιωμένους περιβαλλοντιστές, αφετέρου να συγκεντρώνουν τη δυσαρέσκεια ολοένα και μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού λόγω του κόστους της ενεργειακής μετάβασης. Χριστιανοδημοκράτες και Φιλελεύθεροι επιλέγουν πλέον ως αρκούντως αποδοτική τη στοχοποίηση του κόμματος του αντικαγκελαρίου και υπουργού Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ.
Ο απλούστερος συνδυασμός για τον σχηματισμό μελλοντικής κυβέρνησης θα ήταν ένας μεγάλος συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, για τον οποίο προκύπτει ακόμη μια (οριακή) αριθμητική πλειοψηφία. Όμως η εμπειρία των μεγάλων συνασπισμών των προηγούμενων ετών ήταν ακριβώς αυτή που οδήγησε στον παρόντα κατακερματισμό του πολιτικού σκηνικού και κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν θέλγεται από την προοπτική επανάληψης του ίδιου σεναρίου, το οποίο άλλωστε θα καταστεί και πολιτικά δυσκολότερο με την διαφαινόμενη δεξιά στροφή της Χριστιανοδημοκρατίας.
Ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι η μαστιζόμενη από εσωτερικές διαιρέσεις Αριστερά πρόκειται να βρεθεί εκτός Μπούντεσταγκ, ο κατακερματισμός δεν θα πάψει. Πράγμα που οδηγεί στο ερώτημα ως πότε η AfD θα παραμένει στην καραντίνα.
Το κόμμα της ακροδεξιάς αντλεί από το ποσοστό εκείνο του γερμανικού πληθυσμού (περίπου 30%) που εκφράζει επιφυλάξεις ως προς την στάση της Γερμανίας στον πόλεμο της Ουκρανίας και την προοπτική πλήρους διάρρηξης των γερμανορωσικών σχέσεων. Παράλληλα η AfD δείχνει να προσελκύει απογοητευμένους ψηφοφόρους του FDP.
Το κρίσιμο τεστ, συμπεραίνει το Eurointelligence, θα είναι τυχόν συμπερίληψη της AfD στον κυβερνητικό συνασπισμό κάποιου κρατιδίου, με πρώτο πιθανότερο αυτό της Θουριγγίας, που θα πραγματοποιήσει εκλογές το 2024.
Σε κάθε περίπτωση, η Γερμανία βρίσκεται σήμερα στο σταυροδρόμι τεράστιων αντιφάσεων: η δέσμευσή της στον ατλαντισμό αναιρεί όλες τις προηγούμενες ευκολίες του αναπτυξιακού της μοντέλου που στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό στη φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία, ενώ την ίδια στιγμή οι επιφυλάξεις της απέναντι στην εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης λειτουργούν ως φρένο στην επινόηση ενός νέου μοντέλου.